Με έγγραφό τους προς τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Κώστα Τσιάρα, τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλη Χρυσοχοίδη και τον αρχηγό της ελληνικής αστυνομίας κ. Μιχαήλ Καραμαλάκη τα μέλη της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, μέσω της ΠΟΑΣΥ ζητούν την αυστηροποίηση των ποινών για ποινικά αδικήματα εις βάρος των Αστυνομικών.
Αναλυτικά στην ανακοίνωση αναφέρουν :
“κ.κ. Υπουργοί,
Κύριε Αρχηγέ,
Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των τελευταίων ημερών κατά αστυνομικών Υπηρεσιών και συναδέλφων μας εν ώρα υπηρεσίας, αναδεικνύουν την ιδιαίτερη ταυτότητα και θέση που κατέχει ο Αστυνομικός στη συνείδηση ορισμένων μειοψηφιών, οι οποίες δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν δολοφονικές μεθόδους στο όνομα μιας κατ’ επίφαση ιδεολογίας.
Η στοχοποίηση αυτή, αποδεικνύει ότι οι Αστυνομικοί δεν είναι απλοί εργαζόμενοι και με την ανάληψη των καθηκόντων τους, καθίστανται αυτομάτως φορείς της πολιτειακής εξουσίας. Κάθε προσβολή – αδίκημα που τελείται σε βάρος του αστυνομικού κατά την ώρα που εκτελεί υπηρεσία, πέρα από τον ίδιο τον αστυνομικό, πλήττει και προσβάλει παράλληλα και την ίδια την πολιτειακή εξουσία, καθώς επί της ουσίας οι δράστες στο πρόσωπο του εκάστοτε αστυνομικού βλέπουν εν γένει τον κρατικό μηχανισμό, την εκτελεστική εξουσία και την κρατική επιβολή την οποία και επιδιώκουν να πλήξουν.
Είναι αδιανόητο, συνεπώς από την μία να προσπαθείς να πλήξεις το Κράτος, την πολιτειακή εξουσία, την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού και τα κρατικά εκτελεστικά όργανα, όμως όταν αχθείς ενώπιον της Δικαιοσύνης, που αποτελεί μία από τις εκφάνσεις της πολιτειακής εξουσίας, να τυγχάνεις ευμενούς μεταχείρισης, καθώς επί της ουσίας το ίδιο το κράτους είναι σαν να επικροτεί, ή τουλάχιστον να αδιαφορεί, για την προσβολή και το αδίκημα που τέλεσες σε βάρος του.
Θεωρούμε λοιπόν πως θα πρέπει να θεσπιστούν ως ιδιώνυμα τα εγκλήματα τα οποία τελούνται σε βάρος αστυνομικών κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, άλλως να αποτελεί επιβαρυντική περίσταση κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής η τέλεση συγκεκριμένων αδικημάτων (π.χ. εξύβριση, σωματικές βλάβες, αντίσταση, απείθεια) σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση υπηρεσίας.
Στο προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 315Α («Η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 308Α έως 311 εναντίον αστυνομικού, λιμενικού, πυροσβεστικού και υγειονομικού υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση») προέβλεπε ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση την τέλεση της απρόκλητης της επικίνδυνης, της βαριάς και της θανατηφόρας σωματικής βλάβης σε αστυνομικού, λιμενικού, πυροσβεστικού και υγειονομικού υπαλλήλου.
Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση θεσπίστηκε προκειμένου να επισημανθεί και να συνεκτιμάται σε κάθε περίπτωση που οδηγείται στην Δικαιοσύνη, η ιδιαίτερη κοινωνική και ηθική απαξία που έχει η διάπραξη των σωματικών βλαβών σε βάρος των κρατικών υπαλλήλων, και ιδίως των αστυνομικών, τα οποία λόγω της φύσης της αποστολής και των καθηκόντων τους αποτελούν την επίσημη εκπροσώπηση της Πολιτείας στην εφαρμογή μέτρων για την τήρηση της νομιμότητας και την διαφύλαξη της εσωτερικής τάξης. Η ιδιαίτερη αυτή κοινωνικοηθική απαξία επέβαλλε σύμφωνα με τον νομοθέτη να εξαντλείται η αυστηρότητα του δικαστή σε βάρος των δραστών κατά την επιμέτρηση της ποινής. Άλλωστε η διάταξη αυτή, πέρα από την υγεία και την σωματική ακεραιότητα του παθόντος προστάτευε παράλληλα και την δημόσια τάξη.
Η ως άνω διάταξη καταργήθηκε με την θέση σε ισχύ του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (Ν.4619/2019) καθώς σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση «Το άρθρο αυτό καταργείται, διότι αφενός αναφέρεται στο άρθρο 308Α που έχει καταργηθεί και αφετέρου προβλέπει έναν επιμετρητικό κανόνα ο οποίος δεν δικαιολογείται για συγκεκριμένο µόνο έγκλημα. Το προβλεπόμενο για τις σωματικές βλάβες πλαίσιο ποινής είναι τόσο ευρύ, ώστε ο δικαστής να μπορεί µε ευχέρεια να εφαρμόζει τον γενικό επιμετρητικό κανόνα του άρθρου 79 ΠΚ.». Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως το καταργηθέν άρθρο δεν προέβλεπε την επιβαρυντική αυτή περίπτωση μόνο στην περίπτωση της απρόκλητης σωματικής βλάβης, αλλά και στην επικίνδυνη, την βαριά και την θανατηφόρα σωματική βλάβη. Η κατάργηση βέβαια του άρθρου αυτού αποτελεί ένα δείγμα υπέρ της ατιμωρησίας και της αδιαφορίας που διαπνέει τον ισχύοντα ποινικό Κώδικα στα εγκλήματα που τελούνται σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων.
Το γεγονός αυτό, η μείωση δηλαδή του πλαισίου της απειλούμενης ποινής, συνέβη και στο αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής, για το οποίο πλέον προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 3 έτη ή χρηματική ποινή, ενώ υπό τον προϊσχύσαντα κώδικα προβλεπόταν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, και άρα το πλαίσιο ποινής ήταν ένα με πέντε έτη άρα και εδώ έχουμε τον νομοθέτη να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιείκεια τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Σε ότι αφορά το αδίκημα της απείθειας η προβλεπόμενη ποινή σήμερα είναι φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή, ενώ κατά το παρελθόν προβλεπόταν μόνο η ποινή φυλάκισης.
Επειδή, ως αστυνομικοί την ώρα που εκτελούμε υπηρεσία αποτελούμε φορείς της πολιτειακής εξουσίας κάθε εγκληματική ενέργεια που επιχειρείται ή τελείται σε βάρος μας προσβάλει ταυτόχρονα και την ίδια την πολιτεία. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να προβλεφθεί ένα ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς το οποίο, αφενός να μας προστατεύει και αφετέρου να προστατεύει και το ίδιο το κράτος. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά πως οι αστυνομικοί είναι έκθετοι και έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με εγκληματικές πράξεις που τελούνται σε βάρος τους αποκλειστικά και μόνο λόγω της αστυνομικής τους ιδιότητας. Οι δράστες όμως αυτών των εγκληματικών πράξεων, αντιμετωπίζονται από την δικαιοσύνη με επιείκεια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων λόγω της ασάφειας του νόμου μπορεί να μην ασκηθεί καν σε βάρος των δραστών ποινική δίωξη, ή ακόμα και αν ασκηθεί δίωξη αρκετά συχνά οι δράστες αθωώνονται. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο θα οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση, η ποινή που συνήθως επιβάλλεται είναι ιδιαίτερα μικρή και έχει αναστολή, με αποτέλεσμα οι δράστες να αφήνονται ελεύθεροι και σε σύντομο χρονικό διάστημα να τελούν και πάλι τις ίδιες αξιόποινες πράξεις.
Συνεπώς θα πρέπει να αναθεωρηθεί το νομοθετικό καθεστώς και να προβλεφθεί αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτών των ποινικών φαινομένων. Όπως ήδη αναφέρθηκε και για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, θα πρέπει τα αδικήματα που τελούνται σε βάρος των αστυνομικών υπαλλήλων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, ακριβώς επειδή προσβάλλουν ταυτόχρονα και την ίδια την Πολιτεία, να τυποποιηθούν αυτοτελώς ως ιδιώνυμα, ή να θεσπιστεί για αυτά επιβαρυντική περίσταση, όπως υπήρχε και κατά το παρελθόν.
Ενδεχομένως, η επιβολή και παρεπόμενων ποινών για τα αδικήματα αυτά να οδηγήσει στην καταστολή των φαινομένων αυτών. Πιο συγκεκριμένα, οι παρεπόμενες ποινές θα πρέπει να καθιστούν σαφές στον εκάστοτε δράστη πως η Πολιτεία αποδοκιμάζει τα σε βάρος της ποινικά αδικήματα. Για παράδειγμα μπορεί να καθιερωθεί ως παρεπόμενη ποινή η αποστέρηση του δικαιώματος για συμμετοχή σε διαγωνισμό για θέση στο Δημόσιο, καθώς είναι αντιφατικό από την μία να βάλλεις κατά του Κράτους και από την άλλη να επιθυμείς να αποτελείς μέρος του κρατικού μηχανισμού, ή η απαγόρευση εξόδου από την χώρα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Είναι φανερό λοιπόν και επιτακτικό πλέον και με τις νέες αλλαγές στις ποινικές διατάξεις που προτίθεται να κάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης να νομοθετηθούν επιτέλους συγκεκριμένα μετρά και ποινικές κυρώσεις που θα λειτουργούν αποτρεπτικά σε παραβατικές συμπεριφορές εναντίον των αστυνομικών.
Ας προλάβουμε τις εξελίξεις και ας μην χρειαστεί λοιπόν να φτάσουμε σε πολύ δυσάρεστα γεγονότα προκειμένου επιτέλους η Πολιτεία να αντιληφθεί το μέγεθος της ατιμωρησίας που υπάρχει”.
ΠΗΓΗ: thestival.gr