Με βάση τα νέα δεδομένα η πεποίθηση που επικρατεί πανελλαδικά -ιδιαιτέρως στην Αθήνα- για τη «Θεσσαλονίκη, ερωτική πόλη» δεν θα δικαιωθεί κινηματογραφικά

Τις επόμενες ημέρες θα αρχίσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία με τον αγγλικό τίτλο «The Bricklayer», που στα ελληνικά έγινε «Αποστολή στην Ελλάδα», επειδή γυρίστηκε πριν από ένα χρόνο και κάτι στη Θεσσαλονίκη και τα πέριξ. Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη του  ομώνυμου βιβλίου του Noah Boyd, όπως ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Paul Lindsay. Η ιστορία στο βιβλίο εκτυλίσσεται στο Βερολίνο, όμως για τις ανάγκες της ταινίας προσαρμόστηκε ώστε να αφορά τη Θεσσαλονίκη, η οποία αναδεικνύεται ως πόλη πρακτόρων και κατασκόπων. Όπως ενδεχομένως ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα και στα χρόνια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και η ταινία δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας, καθώς ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ των πρακτόρων και των κατασκόπων του σινεμά, η Θεσσαλονίκη αποτελεί το φυσικό σκηνικό της δράσης από την αρχή μέχρι το τέλος και με τα τοπωνύμιά της, κάτι που ασφαλώς της προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Θεσσαλονικείς. Η περιέργεια να δει κανείς αφενός το πώς φαίνονται στη μεγάλη οθόνη τα γνώριμα σημεία – οι δρόμοι, οι πεζόδρομοι, οι διασταυρώσεις, οι πλατείες, τα κτήρια και τα μνημεία- της πόλης στην οποία κατοικεί και αφετέρου από ποια ακριβώς οπτική γωνία θα γνωρίζουν την πόλη οι θεατές στα πέρατα του κόσμου, είναι μεγάλη και -τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου- δικαιολογημένη.

Μέχρι, όμως, να αποκαλυφθούν όλα αυτά στις σκοτεινές αίθουσες αξίζει να σταθούμε σε μία λεπτομέρεια. Όπως διαβεβαιώνουν όσοι λόγω δουλειάς έχουν ήδη δει την ταινία -κυρίως δημοσιογράφοι και κριτικοί κινηματογράφου- η παραγωγή «υποτάσσεται» πλήρως στις σύγχρονες σεμνότυφες επιταγές που έχουν επιβληθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία μετά την υπόθεση #Μe Τoo, που τα τελευταία χρόνια συγκλόνισε τα παρασκήνια του Χόλιγουντ. Την ώρα που θρυλικές ταινίες όπως το «Όσα παίρνει ο άνεμος», που ξαφνικά κατηγορείται για ανοχή εάν όχι στήριξη της δουλείας, και τα φιλμ του Τζέιμς Μποντ της δεκαετίας του 1960, που ελέγχονται για σκηνές δήθεν βίαιης σεξουαλικότητας εκ μέρους του… Σον Κόνερι – πράκτορα 007, υπόκεινται σε απόπειρα ετεροχρονισμένης λογοκρισίας, οι καινούργιες παραγωγές λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, εξορίζοντας από την οθόνη το ερωτικό και σεξουαλικό πάθος, που ενίοτε είναι δυνατόν να εμπεριέχουν στοιχεία βίας. Είναι χαρακτηριστικό -όπως σημειώνουν όσοι είδαν την ταινία «Αποστολή στην Ελλάδα»- ότι ο γοητευτικός πρωταγωνιστής Aaron Eckhart, ο οποίος επί της οθόνης ως πράκτορας της CIA ξεδιπλώνει όλες τις αναμενόμενες πολεμικές και βίαιες μεθόδους για να φέρει εις πέρας την αποστολή του και έχει στο πλάι του την εξίσου γοητευτική Nina Dobrev για την οποία αναπτύσσει αισθήματα, στην προσπάθειά του να εκφραστεί ερωτικά και ανθρώπινα με το ζόρι της χαϊδεύει το… μάγουλο. Πιο χλιαρός και πιο… ξενέρωτος δεν γίνεται! Ένας δυνάμει Τζέιμς Μποντ, χωρίς τα γκατζετάκια και χωρίς την ερωτική θέρμη του 007. Όσοι γνωρίζουν επιμένουν ότι πρόκειται για συνειδητή αυτολογοκρισία των δημιουργών της ταινίας, προκειμένου η πορεία της στην αγορά να είναι απρόσκοπτη. Άλλωστε -επισημαίνουν- η ταινία δεν διεκδικεί καλλιτεχνικές δάφνες, αλλά ποντάρει στην επανάληψη των κλισέ των ταινιών κατασκοπίας και δράσης, ώστε να αναμετρηθεί με τους θεατές όχι τόσο στις κινηματογραφικές αίθουσες, όσο στο σαλόνι τους, μέσα από τις συνδρομητικές πλατφόρμες και τα τηλεοπτικά κανάλια «για όλη την οικογένεια».

Πέρα από τη σοβαρότητα που έχει το θέμα της υπερβολής είτε προς τη μία κατεύθυνση, είτε προς την αντίθετή της, η προσπάθεια καταστολής της έκφρασης με ιδεολογικά εργαλεία, τα οποία σε κάποια φάση αποκτούν νομική υπόσταση, είναι προφανώς επικίνδυνη για την… υγεία. Θυμίζουν την προσέγγιση ολοκληρωτικών καθεστώτων, που (πιστεύουν ότι) κατέχουν τη μία και μοναδική αλήθεια, την οποία οι πάντες (υποτίθεται ότι) είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται.

Για τη Θεσσαλονίκη η συγκεκριμένη ταινία συνιστά σημαντική προβολή. Ακόμη και αν πρόκειται για ταινία της σειράς, η πόλη είναι τόσο άγνωστη πέρα από τα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη που κάθε διεθνής αναφορά να αξίζει τον κόπο. Το κακό είναι -για να ελαφρύνουμε και λίγο την ατμόσφαιρα- ότι λόγω των περιορισμών που θέτουν οι σύγχρονες κοινωνικές ντιρεκτίβες χάνει το πλεονέκτημα του… ερωτικού σκηνικού. Με βάση τα νέα δεδομένα η πεποίθηση που επικρατεί πανελλαδικά -ιδιαιτέρως στην Αθήνα- για τη «Θεσσαλονίκη, ερωτική πόλη» δεν θα δικαιωθεί κινηματογραφικά.

Τουλάχιστον από εδώ και πέρα. Η ατμόσφαιρα του ερωτισμού της πόλης θα παραμείνει «εγκλωβισμένη» στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού, αλλά και στις ερμηνείες του Νίκου Παπάζογλου. Δεν θα περάσει ποτέ στις διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές! 

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial