Η σύγκρουση των τρένων στα καταραμένα Τέμπη έρχεται να πιστοποιήσει ότι στην Ελλάδα λίγα πράγματα έχουν αλλάξει

«Πολλά ήταν τα ψέματα / που είπαμε ως εδώ /

ας πούμε και μια αλήθεια / κι ας πέσει στο γιαλό. /

Ο κόσμος είναι ζόρικος / κι εμείς ασθενικοί /

και ό,τι πούμε / το παίρνει η βουή. /

Σημαία από νάιλον υψώνουμε / σημαία πλαστική /

ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει / και τίποτε να βρει».

Στο μακρινό πλέον, και σκληρό 1971 ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε εμπνευσμένα και παραληρηματικά το τραγούδι «Σημαία από νάιλον». Με απόλυτα επιτυχημένο και διεισδυτικό στα όρια του χειρουργικού τρόπο πετύχαινε τρία πράγματα συγχρόνως: Αφενός, να αποφύγει τη λογοκρισία των συνταγματαρχών, που δεν καταλάβαιναν ακριβώς τι ήθελε να πει «μέσα στην τρέλα του» ο ποιητής, οπότε το προσπερνούσαν. Αφετέρου, να δώσει φωνή με ένταση κανονικής κραυγής στους «μαλλιάδες» της εποχής. Και επιπροσθέτως, να βγάλει από μέσα του την απογοήτευση για μια κοινωνική συνθήκη που δεν τον αντιπροσώπευε. Να καταγγείλει την υποκρισία που έβλεπε ότι καλύπτει την κοινωνική ατμόσφαιρα και οδηγεί σε ψευδεπίγραφες επιλογές, ιδιοτελείς συμπεριφορές, διαλόγους κωφών και απόλυτη έλλειψη διάθεσης για συνεννόηση και αλληλεγγύη. Με δύο λόγια, ο ποιητής αντιλαμβανόταν τις συνέπειες που υπάρχουν όταν ο μικροαστισμός φτάνει και ξεπερνάει τα όριά του.

Το όνομα και το φάντασμα των πραγμάτων

Πέντε δεκαετίες και κάτι αργότερα, η σύγκρουση των τρένων στα καταραμένα Τέμπη έρχεται να πιστοποιήσει ότι στην Ελλάδα λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Όχι μόνο επειδή στα αίτια του δυστυχήματος αθροίζεται το σύνολο σχεδόν των ελλείψεων, των παραλείψεων, των ανεπαρκειών και της ανευθυνότητας του ελληνικού συστήματος. Αλλά και διότι τα όσα ακολούθησαν – από την πολιτική ηγεσία και τους συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς φορείς, μέχρι τους απλούς πολίτες, οι οποίοι όντως είναι σοκαρισμένοι, εντάσσονται στο πεδίο της υποκρισίας, του ενθουσιασμού, του φιλότιμου, της υποχρέωσης και της τυπικότητας, στοιχεία που είναι καταδικασμένα να… εξατμιστούν σύντομα. Είναι δηλώσεις, συμπεριφορές και πρακτικές, που στο σύνολό τους κινούνται στη σφαίρα του political correct, της τυπικής ορθότητας, της στρογγυλοποίησης και της βιτρίνας. Πρόκειται για καταστάσεις που δικαιώνουν τη Λίνα Νικολακοπούλου, που στην εισαγωγή της δικής της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη το 1986 έβαζε το θίασο να τραγουδά: «Αν λέγαμε τα πράγματα με τ’ όνομα τους / θα γέμιζε φαντάσματα το νόημά τους».

Έξι παραδείγματα

Σημειώστε ορισμένα μόνο παραδείγματα:

Πρώτον, η κυβέρνηση αγωνιά να πείσει ότι απέναντι σε μια τραγωδία αντιδρά διαφορετικά απ’ ότι η αντιπολίτευση όταν ήταν κυβέρνηση σε μια άλλη τραγωδία. Τι έκανε, λοιπόν on camera; Ο αρμόδιος υπουργός παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την αντικειμενική –στα ελληνικά αυτό σημαίνει τυπική- ευθύνη, δηλαδή την ευθύνη που απορρέει από τη θέση του υπουργού και όχι από τις παραλήψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι θα γίνουν τα πάντα ώστε τέτοια τραγωδία να μη συμβεί ποτέ ξανά, ενώ η συζήτηση για τις εκλογές «πάγωσε». Επιπλέον, οι εμπλεκόμενοι παράγοντες του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ, που η κυβέρνηση τοποθέτησε, αλλά δεν έλεγξε ποτέ στο παραμικρό, καρατομήθηκαν. Όλα αυτά για πάνω από 50 αδικοχαμένους ανθρώπους είναι έτσι κι αλλιώς «πολύ λίγα, πολύ αργά». Άσε που μετά τις εκλογές και αν επιβεβαιωθούν τα γκάλοπ ο μεν υπουργός θα επανέλθει, πιθανώς σε κάποιο άλλο πόστο, οι δε υπεύθυνοι του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ θα ξεχαστούν. Οι εκλογές θα έχουν τελειώσει και όσα πρέπει να γίνουν για να μην έχουμε και πάλι τα ίδια θα δρομολογηθούν νωχελικά, χωρίς κανείς να ενοχλείται και χωρίς κανείς να ελέγχει κανέναν.

Όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι σήμερα. Διότι ειδικά στους ελληνικούς σιδηροδρόμους τα πράγματα και οι καταστάσεις παραμένουν εδώ και πολύ καιρό τόσο προβληματικά, που φαίνεται ότι επικρατεί πλήρης αδιαφορία. Μάλιστα, την επομένη του δυστυχήματος, εάν δεν είχε γίνει το δυστύχημα, ο Μητσοτάκης θα επισκεπτόταν κάτι που  στην ουσία δεν υπάρχει ή τέλος πάντων λειτουργεί ανεπαρκέστατα, το σύστημα ελέγχου του σιδηροδρομικού δικτύου και της κίνησης των τρένων στη Β. Ελλάδα, από την Ορεστιάδα και τη Φλώρινα μέχρι το Πλατύ Ημαθίας. Αυτό δηλαδή, που η έλλειψή του στη Λάρισα συνετέλεσε στο να αποβεί μοιραίο ένα ανθρώπινο λάθος και να φτάσουμε στην τραγωδία.

Δεύτερον, η αντιπολίτευση, σεβόμενη δήθεν τους νεκρούς δεν μιλάει για ευθύνες, αλλά «η ώρα της απόδοσης ευθυνών έρχεται». Όποιος σέβεται τους νεκρούς πράγματι δεν μιλάει για ευθύνες, ούτε, όμως, προειδοποιεί σε στιλ «να μη ξεχνιόμαστε». Το αφήνει για την κατάλληλη ώρα. Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι θέλουν να κρυφτούν, αλλά η… χαρά δεν τους αφήνει.  

Τρίτον, η δικαιοσύνη κινείται ταχύτατα, ώστε να εντοπιστούν οι ένοχοι. Και είναι πραγματικά άξιον απορίας εάν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου –και το δικαστικό σύστημα γενικότερα- άκουσε και αντιλήφθηκε για τα προβλήματα των ελληνικών σιδηροδρόμων το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Ή αν για να κινηθούν ταχύτατα πρέπει να κυλήσει κάποιο… αίμα.

Τέταρτον, η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων –τις τελευταίες ημέρες μάθαμε ότι υπάρχει και τέτοια- ξεκίνησε χθες τη διαδικασία αυτεπάγγελτης έρευνας (!) για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Για όσους δε γνωρίζουν –και μάλλον είναι οι συντριπτικά περισσότεροι ανάμεσά μας- «η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων είναι ο φορέας που εποπτεύει την εφαρμογή των Συστημάτων Διαχείρισης Ασφαλείας, τα οποία είναι υποχρεωμένοι να συντάσσουν και να τηρούν ο Διαχειριστής Υποδομής, δηλαδή ο ΟΣΕ και οι Σιδηροδρομικές Επιχειρήσεις, στην προκειμένη περίπτωση η Hellenic Train Α.Ε. Στα Συστήματα Διαχείρισης Ασφάλειας καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι διαδικασίες οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται από τις Σιδηροδρομικές Επιχειρήσεις και τον ΟΣΕ, βάσει της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τους σιδηροδρόμους, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση όλων των κανόνων και απαιτήσεων ασφαλείας. Τα Συστήματα αυτά αποτελούν τον οδηγό και το εργαλείο των προαναφερθέντων σιδηροδρομικών φορέων, μέσω των οποίων αξιολογούν, ελέγχουν και προλαμβάνουν οποιοδήποτε κίνδυνο». Αν υπάρχει έστω και ένας κανονικός άνθρωπος που να βγάζει νόημα από αυτές τις δύο… αφελείς παραγράφους ας το εξηγήσει και τους υπόλοιπους. Και κυρίως ας απαντήσει σε μία ερώτηση: Αυτή η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων τι έκανε μέχρι την ημέρα και την ώρα του δυστυχήματος;

Πέμπτον, οι συνδικαλιστές που είχαν προειδοποιήσει για την επικινδυνότητα από την έλλειψη συστημάτων ασφαλείας τι έκαναν εκτός από το διακινούν μεταξύ τους κάποιες ανακοινώσεις ή να στέλνουν εξώδικα; Μήπως θα έπρεπε να απευθυνθούν στη Δικαιοσύνη; Στο κάτω κάτω πρωτίστως κινδύνευαν τα μέλη τους. Μήπως θα έπρεπε να κάνουν κάποια ουσιαστική κινητοποίηση, όπως –για παράδειγμα- μία πολυήμερη απεργία στην αιχμή της τουριστικής σεζόν χωρίς κανένα οικονομικό αίτημα και προβάλλοντας μόνο τα κενά στο σύστημα ασφαλείας; Μήπως;  

Έκτον, οι κοινωνικοί, συνδικαλιστικοί και παραγωγικοί φορείς, που ξεμπέρδεψαν εκδίδοντας μια ανακοίνωση με τα συλλυπητήρια των προέδρων τους προς τις οικογένειες των θυμάτων, μήπως θα πρέπει να το ξανασκεφτούν;  Μήπως οφείλουν να ψαχτούν στους τομείς ευθύνης τους και να αναδείξουν –εάν υπάρχουν και όπου υπάρχουν- ανάλογες ελλείψεις σε πεδία άσκησης δραστηριότητας που γνωρίζουν;

Ξέχασε να πατήσει το κουμπί

Συνάδελφοι του σταθμάρχη –σταθμάρχες και οι ίδιοι- , μιλώντας αυτές τις ημέρες στους δημοσιογράφους ψιθυριστά και χωρίς καμία διάθεση δημοσιοποίησης, επαναλαμβάνουν κάτι που στο σινάφι τους είναι απλό. «Ο συνάδελφος (σ.σ. ο σταθμάρχης Λάρισας) ξέχασε να πατήσει το κουμπί». Οι άνθρωποι από την πλευρά τους έχουν δίκιο. Μιλούν χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του επαγγέλματος και της συντεχνίας. Με αυτό τον τρόπο αποκαλύπτουν –ενδεχομένως άθελά τους- μία ουσιαστική παράμετρο της υπόθεσης, την ουσιαστικότερη εάν δεν υπήρχαν τα θύματα, οι νεκροί και οι τραυματίες. Ότι αν ο σταθμάρχης της Λάρισας πατούσε το κουμπί, όπως προφανώς έκανε πολλές φορές το προηγούμενο διάστημα, σήμερα κανείς δεν θα συζητούσε στα σοβαρά για την ασφάλεια στους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Ο υπουργός θα βρισκόταν στη θέση του, όπως και οι επικεφαλής του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ. Ο πρωθυπουργός θα προχωρούσε κανονικά τον σχεδιασμό του για τις εκλογές, την ημερομηνία των οποίων ούτως ή άλλως μόνο εκείνος ανάμεσα στα 10 εκατ. των Ελλήνων ήξερε με βεβαιότητα. Η αντιπολίτευση θα ασχολούνταν με τις παρακολουθήσεις και τον – αψύ κρητικό- Πολάκη. Ο Άρειος Πάγος θα είχε τα δικά του επείγοντα θέματα, οι φορείς τα δικά τους, επίσης. Οι συνδικαλιστές θα μιλούσαν στα μικρόφωνα για τον αυξημένο πληθωρισμό και κάποιες μετατάξεις που εκκρεμούν, ενώ η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων θα παρέμενε στην μακάρια ανωνυμία της…

Πηγή: makthes.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial