Σχεδόν 40 χρόνια μετρά η πανεπιστημιακή ανασκαφή στο λόφο που χωρίζει την Άνω και την Κάτω Τούμπα, εκεί όπου επέλεξαν να ταφούν άγνωστοι Βυζαντινοί

Ο λόφος που χωρίζει την Άνω από την Κάτω Τούμπα κρύβει μυστικά από την 2η χιλιετία π.Χ. και οι σημερινοί κάτοικοι δεν γνωρίζουν ότι πριν από 43 αιώνες η Τούμπα ήταν ένας σπουδαίος προϊστορικός οικισμός. Ή για την ακρίβεια δύο οικισμοί ο Άνω και ο Κάτω, όπως συμβαίνει και σήμερα.

Στην κορυφή ενός χαμηλού υψώματος (τούμπα) στην ανατολική πλευρά της πόλης, που τότε δεν ήταν πόλη και δεν την έλεγαν Θεσσαλονίκη, βρήκε το ιδανικό κατάλυμα μια ομάδα προϊστορικών ανθρώπων. Εκεί ψηλά έχτισαν έναν μικρό οικισμό που είχε θέα απέραντη στον κάμπο και στη θάλασσα.

Οικοδομικά μέλη του οικισμού αυτού και πλήθος κινητών ευρημάτων φέρνει στο φως εδώ και 40 χρόνια η πανεπιστημιακή ανασκαφή της Τούμπας και η σπουδαιότητα έγκειται στο ότι η κατοίκηση στην προϊστορική αυτή θέση εκτείνεται από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. αδιάκοπα, με διαφορετική ένταση και χαρακτηριστικά, μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα και την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο. Τότε, οι κάτοικοι του πολίσματος μετοίκησαν στη νέα πόλη και η Τούμπα εγκαταλείφθηκε.

Η διατήρηση των συγκεκριμένων χρονολογικών φάσεων στην κορυφή του λόφου κρίνεται ως ακόμη πιο σημαντική δεδομένης της επέκτασης του οικισμού στη βάση του γηλόφου (στην αποκαλούμενη τράπεζα), όπως έχει διερευνηθεί εκτενώς στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφών. Οι έρευνες έχουν δείξει πως υπήρχαν δύο τμήματα οικισμού, ένα στην κορυφή και ένα στη βάση του λόφου και το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων στρέφεται τώρα στο κατά πόσο αυτοί οι δύο οικισμοί συνυπήρχαν συνεχώς και είχαν παρόμοιο ή διαφορετικό χαρακτήρα.

Μια άλλη, άγνωστη μέχρι πρόσφατα, χρήση του χώρου της προϊστορικής τούμπας αποτελεί η εύρεση μιας συστάδας βυζαντινών ταφών στα ανατολικά του οικισμού στην κορυφή, οι οποίες έχουν θεμελιωθεί κυριολεκτικά στα ερείπια των αρχαίων σπιτιών.
Τα προσωπικά αντικείμενα που συνοδεύουν τους νεκρούς είναι ελάχιστα, γεγονός που υποδηλώνει τη σύνδεσή τους με κάποια ολιγομελή ομάδα ανθρώπων που ζούσε έξω από τα όρια της πόλης της Θεσσαλονίκης προς το τέλος της Μεσοβυζαντινής περιόδου (12ος αι. μ.Χ.), η οποία πολύ συνειδητά επέλεξε να ταφεί στην κορυφή της προϊστορικής τούμπας. Το γιατί εκεί, είναι ένα ερώτημα που οι αρχαιολόγοι θα απαντήσουν στα επόμενα χρόνια.

Οι φάσεις του οικισμού που διατηρούνται καλύτερα ως προς τα αρχιτεκτονικά τους λείψανα τοποθετούνται από τον 13ο έως τον 10ο αι. π.Χ. και συγκεντρώνονται στην κορυφή του γηλόφου.

Ο οικισμός, στην περιοχή που έχει ανασκαφεί, συγκροτείται από πυκνά τοποθετημένα μεγάλα ορθογώνια συγκροτήματα οικημάτων πολλών δωματίων με στενούς χαλικόστρωτους δρόμους ενδιάμεσα, τα οποία ξετυλίγουν μια πολύπλοκη ιστορία στη μακρά διάρκεια ζωής τους.

Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολό τους τρία τέτοια συγκροτήματα και μικρά τμήματα άλλων έξι τουλάχιστον.
Η ανασκαφή των τελευταίων ετών έχει εντοπίσει άλλα δυο κτιριακά συγκροτήματα στα βόρεια του αρχικά ανασκαμμένου χώρου στην κορυφή του γηλόφου όπου διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση οι φάσεις της μετάβασης από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (11ος αι. π.Χ. και εξής).

Τα κινητά ευρήματα δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινότητα των κατοίκων στον προϊστορικό οικισμό. Όπως φαίνεται ασχολούνταν με το κυνήγι και το ψάρεμα, την υφαντουργία και της επεξεργασία δερμάτων και τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες, ενώ σε όλα τα κτήρια εντοπίστηκαν ενδείξεις αποθήκευσης βραχείας ή μακράς διάρκειας, σε πίθους, σε σιρούς, καλάθια ή απλούς λάκκους.

Η παρουσία αντικειμένων και κεραμικών σκευών που μιμούνται πρότυπα που συναντάμε στη νότια και κεντρική Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια, αποκαλύπτουν τη διασύνδεση των ανθρώπων και τις επαφές τους μέσω δικτύων που αναπτύσσονται μεταξύ του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Τα γεύματα ήταν απλά και στο τραπέζι καταναλώνονταν σιτάρι (μονόκοκκο και δίκοκκο), κριθάρι, φακή, λαθούρι (από το οποίο παράγεται η φάβα), κουκιά και ρόβι, αλλά και σταφύλια.

Στις αυλές των σπιτιών αναπτύσσονταν εργαστηριακές δραστηριότητες όπως η παραγωγή της πορφυρής βαφής και η μεταλλουργία μικρής κλίμακας για την κατασκευή μεταλλικών εργαλείων για τις ανάγκες των κατοίκων αλλά και πιο εξεζητημένων αντικειμένων από πολύτιμες πρώτες ύλες.

Η ανασκαφή της Τούμπας, που βρίσκεται πάνω από το νέο γήπεδο του ΠΑΟΚ μετρά σχεδόν 40 χρόνια. Την ξεκίνησε ο αείμνηστος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Γιώργος Χουρμουζιάδης, μαζί με τους συναδέλφους του, Στέλιο Ανδρέου και Κώστα Κωτσάκη, ενώ σήμερα υπεύθυνη της ανασκαφής είναι η αναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Σέβη Τριανταφύλλου.

“Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανασκαφική έρευνα του ΑΠΘ που στοχεύει στη συστηματική εκπαίδευση των φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ στις ανασκαφικές μεθόδους με σύγχρονα πρωτόκολλα μεθοδολογίας, αλλά και τεκμηρίωσης των σταθερών και κινητών αρχαίων ευρημάτων και βιοαρχαιολογικών καταλοίπων στο πεδίο. Η πανεπιστημιακή ανασκαφή της Τούμπας Θεσσαλονίκης πέρα από τα νέα ερευνητικά ερωτήματα που έχουν προκύψει σε ό,τι αφορά την ιστορία του οικισμού από τον 11ο αι. π.Χ. και εξής και τη σχέση του με τον οικισμό που έχει αναπτυχθεί στη βάση του γηλόφου αλλά και την χρήση του χώρου στη Μεσοβυζαντινή περίοδο ως νεκροταφείου συνεχίζει να εκπαιδεύει τους φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και να αποτελεί χώρο έμπνευσης για τους ρομαντικούς που επιμένουν να εμπνέονται από τη μαγεία της αποκάλυψης του προϊστορικού παρελθόντος”, λέει στη Voria, η κ. Τριανταφύλλου.

Στη φετινή ανασκαφική περίοδο που ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες πήραν μέρος 40 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες και μεταδιδάκτορες από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Φιλοξενήθηκαν επίσης δυο προπτυχιακοί φοιτητές από τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Θεσσαλίας, αντίστοιχα και μια υποψήφια διδάκτορας από το Ινστιτούτο Προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαιδελβέργης ενώ από την άνοιξη του 2022 και για τα επόμενα περίπου τρία χρόνια ένας υποψήφιος διδάκτορας του ParisI της Σορβόννης έχει ξεκινήσει τη μελέτη των μαγειρικών σκευών του οικισμού στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος PlaCe-ITN σε συνεργασία με το Εργαστήριο Fitch της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από την υπεύθυνη της ανασκαφής, αναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Σέβη Τριανταφύλλου.

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial