Oι επαγγελματίες του τουρισμού επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της τουριστικής ταυτότητας που λείπει από τη Θεσσαλονίκη και θα εξασφάλιζε την πολύμηνη -εάν όχι δωδεκάμηνη- τουριστική κίνηση στην πόλη
Συνεχίζεται η κινητικότητα στον ξενοδοχειακό κλάδο της Θεσσαλονίκης με τα μηνύματα, πάντως, σε αυτή τη φάση να είναι αντιφατικά.
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η κατασκευή νέου ξενοδοχείου πολυτελείας στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Εθνικής Αμύνης, αλλά την ίδια ώρα φαίνεται ότι ναυαγεί οριστικά το σχέδιο γνωστού ξενοδόχου της Θεσσαλονίκης για τη μετατροπή σε ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών γνωστού κτιρίου επί της οδού Αριστοτέλους. Το υψηλό κόστος των εργασιών στήριξης και ανακατασκευής, εν μέρει εξαιτίας της εκτόξευσης του κατασκευαστικού κόστους -κυρίως των υλικών- τον τελευταίο χρόνο, είναι ο βασικός ανασταλτικός παράγων του σχεδίου. Πιθανότατα για ανάλογους λόγους έχουν μπει στον «πάγο» σχέδια για τη δημιουργία ξενοδοχείων πόλης σε τρία τουλάχιστον παλαιά κτίρια στο κέντρο της πόλης, που έχουν αγοραστεί τα τελευταία χρόνια γι’ αυτό το σκοπό.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η υποδομή σε χώρους φιλοξενίας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης έχει ενδυναμωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και μέσα στην πανδημία οι επενδύσεις σε ξενοδοχεία και άλλου τύπου τουριστικά καταλύματα συνεχίστηκαν με καλό ρυθμό, ενώ επανέρχεται δυναμικά η επέκταση στο πεδίο των βραχυχρόνιων μισθώσεων, με τον αριθμό των ακινήτων που διατίθενται να αυξάνει διαρκώς.
Παράλληλα, όμως, η επισκεψιμότητα της Θεσσαλονίκης δεν έχει επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα, κάτι που συνιστά έναν πρωταρχικό στόχο. Σύμφωνα με παράγοντες του ξενοδοχειακού κλάδου αυτή η εικόνα έχει ως αποτέλεσμα οι πληρότητες στα ξενοδοχεία της πόλης να μην είναι ικανοποιητικές. Όπως παρατηρούν οι ίδιοι παράγοντες, το στοίχημα -ή μήπως το πρόβλημα;- της τουριστικής προβολής παραμένει ανοικτό, κάτι που εξηγεί την περιορισμένη τουριστική εμβέλεια της πόλης. Με δύο λόγια οι επαγγελματίες του τουρισμού επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της τουριστικής ταυτότητας που λείπει από τη Θεσσαλονίκη και θα εξασφάλιζε την πολύμηνη -εάν όχι δωδεκάμηνη- τουριστική κίνηση στην πόλη. Με τα σημερινά δεδομένα η Θεσσαλονίκη έχει πολλούς επισκέπτες σε συγκεκριμένες περιόδους, κυρίως τον Σεπτέμβριο -λόγω της Διεθνούς Εκθέσεως-, τον Νοέμβριο -όταν το φεστιβάλ Κινηματογράφου παρουσιάζει ενδιαφέρον- και την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς -λόγω των Βαλκάνιων που κατεβαίνουν μαζικά για τις γιορτές. Τον υπόλοιπο χρόνο η προσέλευση επισκεπτών στην πόλη είναι περιορισμένη. Αναλόγως των κλαδικών εκθέσεων της ΔΕΘ – Helexpo, των σχολικών εκδρομών και των Σαββατοκύριακων, κατά τα οποία στους δρόμους του κέντρου κυκλοφορούν πολίτες της Β. Μακεδονίας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Σταθεροί επισκέπτες παραμένουν για εντελώς ιδιαίτερους λόγους οι πολίτες του Ισραήλ, ενώ οι Τούρκοι έχουν μειωθεί πολύ, λόγω της οικονομικής κρίσης στη γειτονική χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πόλη δεν μπορεί μέχρι στιγμής να αξιοποιήσει δημιουργικά την εγγύτητά της με παγκόσμια τοπόσημα, από τον Όλυμπο, την Πέλλα και τη Βεργίνα, μέχρι το Άγιον Όρος και τα βήματα του Αποστόλου Παύλου.
Αυτή η κατάσταση, που είναι περίπου σταθερή την τελευταία δεκαετία -εξαιρουμένων των χρόνων της πανδημίας-, δεν μπορεί να στηρίξει τις τουριστικές επενδύσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, με το άνοιγμα πολλών νέων χώρων φιλοξενίας. Όσοι επένδυσαν από πεντάστερα ξενοδοχεία μέχρι οργανωμένα κτίρια διαμερισμάτων προφανώς πιστεύουν στην τουριστική προοπτική της πόλης, αλλά η εμπειρία λέει ότι η ιστορία και η γεωγραφία, που αποτελούν σταθερούς συμμάχους και «χορηγούς» της Θεσσαλονίκης τα τελευταία 100 χρόνια, έχουν εξαντλήσει τα όριά τους. Πολύ περισσότερο που οι προνομιακές δεξαμενές επισκεπτών για την πόλη, οι γειτονικές βαλκανικές χώρες, δεν γνωρίζουν ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως πασχίζουν να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της διεθνούς ανόδου των τιμών.
Η τουριστική διέξοδος για τη Θεσσαλονίκη χρειάζεται από εδώ και πέρα ενίσχυση από τις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, τις ΗΠΑ, αλλά και το εσωτερικό της χώρας, που τελευταία το… ξεχνάμε, ενώ ανέκαθεν υπήρξε πυλώνας για την επισκεψιμότητα της πόλης. Μόνο που τίποτα στις μέρες μας δεν γίνεται από μόνο του. Ούτε αρκούν τα περιορισμένα εργαλεία του παρελθόντος, όπως, για παράδειγμα, η συμμετοχή σε περιφερειακές -και περιθωριακές- τουριστικές εκθέσεις στις βαλκανικές χώρες, όπου προμοτάρονται κατά κύριο λόγο τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στο δήμο Βόλβης και την Πιερία.
Για την Ελλάδα ο τουρισμός θα παραμείνει βαριά βιομηχανία τόσο στο κοντινό, όσο και στο απώτερο μέλλον. Οι επενδύσεις σε όλη τη χώρα βρίσκονται σε έξαρση, αλλά -δυστυχώς- αυτή η συνθήκη αφορά κυρίως τα νησιά, την Αθήνα και γενικότερα το Νότο της χώρας. Στη Βόρεια Ελλάδα η Χαλκιδική παραμένει η πρωταγωνίστρια, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές περιορίζονται στα… αποφάγια του διμήνου Ιουλίου – Αυγούστου. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, στην οποία φαίνεται ότι πιστεύει ο ιδιωτικός τομέας, εξακολουθεί να αγωνίζεται και να αγωνιά για τις τουριστικές προοπτικές της, που αν και απολύτως υπαρκτές παραμένουν… προοπτικές.
Πηγή: voria.gr