Τα μηνύματα από τις δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η οικονομική κατάσταση εξελίσσεται σε «αχίλλειο πτέρνα» της κυβέρνησης, την ώρα που η αντιπολίτευση αδυνατεί να κερδίσει πολιτικά
It’s the economy, stupid! Με αυτόν τον τρόπο ο βασικός εκλογικός σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον είχε εξηγήσει τη συνταγή της εκλογικής επιτυχίας ενός όχι ιδιαίτερα γνωστού πολιτικού από το Αρκάνσας που κατάφερε να κερδίσει τον πλέον «νικηφόρο» στο διεθνές πεδίο πρόεδρο των ΗΠΑ από τον καιρό του Χάρι Τρούμαν: τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο που μέσα στα τέσσερα χρόνια της θητείας του είχε δει να πέφτει το Τοίχος του Βερολίνου, να διαλύεται η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ να θριαμβεύουν στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου κατοχυρώνοντας ότι είναι ότι η μόνη υπερδύναμη.
Τηρουμένων των αναλογιών, μια ανάλογη δυναμική μπορεί να διαμορφωθεί και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Υπό κανονικές συνθήκες η συγκυρία μιας τόσο μεγάλης διεθνούς κρίσης, ευνοεί την κυβέρνηση, ιδίως όταν μπορεί να δώσει την εικόνα ότι «ένα σταθερό χέρι είναι στο τιμόνι». Άλλωστε, σε περιόδους ανασφάλειας οι πολίτες τείνουν, ως αντανακλαστικό, να συσπειρωθούν γύρω από την κυβέρνηση και το κόμμα που είναι στην εξουσία, καθώς θεωρούν αυθόρμητα ότι δεν είναι καιρός για περιπέτειες.
Ταυτόχρονα, ειδικά στην ελληνική περίπτωση η κυβέρνηση ευνοείται από το γεγονός ότι ως προς την τοποθέτηση που πήρε σε σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, έχει ουσιαστικά την πλήρη συναίνεση του ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ, το οποίο ευθυγραμμίστηκε ως προς αυτό το θέμα με τους Ευρωπαίος Σοσιαλιστές αλλά και την επιλογή του Σολτς και της SPD.
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια μάλλον αμήχανη τοποθέτηση, αποτέλεσμα και της δικής του προσπάθειας να μην αποκοπεί από την «ευρωπαϊκή» τοποθέτηση. Σε αντίθεση π.χ. με το ΚΚΕ ή το ΜέΡΑ25 που έχουν μια συνολική θέση που πλάι στην καταδίκη της ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης κατηγορεί το ΝΑΤΟ και την ΕΕ ως δυνάμεις συνυπεύθυνες, ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως έχει ασκήσει κριτική στην εμπλοκή της Ελλάδας μέσω της αποστολής αμυντικού υλικού, χωρίς να μπορεί να διατυπώσει μια συνολικότερη διαφοροποίηση.
Τα «καμπανάκια» από τις δημοσκοπήσεις
Δύο δημοσκοπήσεις, αυτή της Marc για τον ΑΝΤ1 και αυτή της Metron Analysis για το Mega χτυπούν διάφορα καμπανάκια για την κυβέρνηση.
Το πιο χαρακτηριστικό εύρημα είναι ότι και στις δύο καταγράφεται μικρή υποχώρηση της πρόθεσης ψήφου προς την κυβέρνηση, 1,7% στη δημοσκόπηση της Marc και 1,5% στη δημοσκόπηση της Metron Analysis.
Το δεδομένο αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να πετύχει το αποτέλεσμα αυξημένης συσπείρωσης που πιθανώς να περίμενε μετά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία.
Αντίθετα, δείχνει να καταγράφεται μια αυξημένη σχετικά δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, που αποτυπώνεται και σε μια σειρά από δείκτες της έρευνας της Metron Analysis. Έτσι ενώ η θετική γνώμη για το κυβερνητικό έργο μέχρι το τέλος του 2021 ήταν στο 40%, δύο διαδοχικές υποχωρήσεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο την έφεραν στο 33%. Αντίστοιχα και δημοφιλία του πρωθυπουργού από 44-45% που ήταν στο τέλος του 2021 και την αρχή του 2022, τον Μάρτιο του 2022 υποχώρησε στο 35%.
Η δυσαρέσκεια αυτή δεν προέρχεται από τη διαχείριση της πανδημίας, όπου οι εκτιμήσεις παραμένουν σταθερές τους τελευταίους μήνες (55% αρνητικές γνώμες και 33% θετικές), αλλά από την οικονομία όπου ανάμεσα στον Νοέμβριο του 2021 και τον Μάρτιο του 2022 οι θετικές γνώμες υποχώρησαν από το 31% στο 21% και οι αρνητικές γνώμες εκτινάχτηκαν από το 57% στο 68%. Αυτό μπορεί κανείς να το συνδυάσει και με την επιδείνωση του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, που σημαίνει ότι ολοένα και περισσότεροι πιστεύουν ότι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα στην οικονομία. Αντίστοιχη σημασία έχει η μεγάλη αύξηση στο ποσοστό των ανθρώπων που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε χειρότερη θέση, που είναι ένας χαρακτηριστικός δείκτης της υποκειμενικής πρόσληψης της οικονομία. Από 37% τον Νοέμβριο του 2021, τώρα το ποσοστό αυτό είναι 56%. Άλλωστε, πλέον το 36% των ερωτωμένων απαντά ότι σοβαρότερο πρόβλημα είναι η οικονομία και 29% η ακρίβεια. Αντίθετα, φαίνεται να διαμορφώνεται μια πλειοψηφική εκτίμηση ότι τα χειρότερα σε σχέση με την πανδημία είναι πίσω μας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ενώ μέχρι και τον Φεβρουάριο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πολιτών απέδιδε τις αυξήσεις στις τιμές στις διεθνείς εξελίξεις (82% το απέδιδα εκεί και μόλις 17% στην κυβέρνηση), πλέον αυξάνεται και το ποσοστό όσων αποδίδουν ευθύνη στην κυβέρνηση (ήδη το 31% αποδίδει ευθύνη στην κυβέρνηση).
Όμως, δεν είναι μόνο η οικονομία. Αντίστοιχα μπορεί κανείς να διακρίνει και μια σχετική αύξηση της δυσαρέσκειας και για το χειρισμό των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Στην έρευνα της Metron Analysis οι θετικές γνώμες για τους χειρισμούς της κυβέρνησης σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής υποχωρούν από το 58% τον Νοέμβριο στο 39% τον Μάρτιο και οι αρνητικές αυξάνονται από το 26% στο 43%.
Ένα συνολικά πιο αρνητικό κλίμα αποτυπώνεται και σε μια άλλη ερώτηση της έρευνας της Metron Analysis που αφορά το εάν η χώρα κινείται προς τη σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση, καθώς η απάντηση «λάθος κατεύθυνση» από 51% τον Νοέμβριο, τώρα είναι στο 61%.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, με επίκεντρο την οικονομία αλλά ως ένα βαθμό και τη διαχείριση του πολέμου. Ως προς το τελευταίο, ας μην ξεχνάμε ότι άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι η κοινή γνώμη μας παραμένει ακόμη αρκετά επιφυλακτική στο να αποδεχτεί την κατεύθυνση που σήμερα επιλέγουν τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και το ΝΑΤΟ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 66% των ερωτηθέντων στην έρευνα της Metron Analysis διαφωνεί με την αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία.
Οι δυσκολίες της αντιπολίτευσης
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή η αντιπολίτευση δεν δείχνει να βγαίνει ιδιαίτερα ενισχυμένη.
Στην έρευνα της Metron Analysis ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει μια αύξηση στα όρια του στατιστικού λάθους (0,3%) και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ μια υποχώρηση 1,3%, πάντα σε σχέση με τον Φεβρουάριο. Και εάν στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ, μετράει η ιδιαιτερότητα ότι ο ηγέτης του κόμματος δεν έχει τη σταθερή δημόσια παρουσία που έχουν οι υπόλοιποι κοινοβουλευτικοί αρχηγοί, είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώνει να ενισχυθεί σημαντικά μέσα στη συγκυρία.
Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν επενδύσει στο να έχουν μια ριζικά διαφορετική και ταυτόχρονα πειστική κυβερνητική πρόταση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό επενδύει κυρίως στη φθορά της κυβέρνησης και στο να καρπωθεί στη δυσαρέσκεια παρά στο να μπορέσει να ορίσει αυτός τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης και τη συζήτηση για την «επόμενη μέρα» της χώρας σε περίοδο πραγματικής ιστορικής μετάβασης.
Το ΚΙΝΑΛ από την άλλη, κυρίως επενδύει στον επαναπατρισμό κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων με βασικό επιχείρημα τη δημοφιλία του νέου του ηγέτη και το αίτημα να υπάρξει ξανά ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνία και λιγότερο στην παρουσίαση μιας προγραμματικής πρότασης για μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία.
Όλα αυτά, όμως, δεν επιτρέπουν και να διευρυνθούν περαιτέρω τα ρήγματα στη μέχρι τώρα κυριαρχία της κυβέρνησης στο πολιτικό σκηνικό.
Η ανησυχητική αύξηση της ακροδεξιάς
Μια άλλη ένδειξη των δημοσκοπήσεων είναι ότι καταγράφει τάσεις ενίσχυσης η ακροδεξιά. Στο σταθερό (και ανεβασμένο σε σχέση με τις εκλογές του 2019) 4,7% της Ελληνικής Λύσης έρχεται να προστεθεί και το 2,3% του κόμματος του καταδικασμένου για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή Δ. Κασιδιάρη. Μάλιστα, η «εκτίμηση ψήφου» της ίδιας εταιρείας δίνει στην Ελληνική Λύση 5,9% και στο κόμμα Κασιδιάρη 2,9%. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τη διάλυση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, διατηρείται απήχηση ακροδεξιών αντιλήψεων σε ένα κρίσιμο τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου.
Το δύσβατο τοπίο των εκλογών
Όλα αυτά δείχνουν ότι χωρίς κάποια σημαντική αλλαγή κλίματος πρώτα και κύρια στο μέτωπο της οικονομίας, δεν είναι εύκολο για την κυβέρνηση να πάει σε εκλογές με έναν ιδιαίτερα θετικό αέρα. Η ΝΔ διατηρεί προφανώς την πρωτοκαθεδρία και δύσκολα μπορεί κανείς να δει την πρωτιά της να διακυβεύεται στον βραχύ χρόνο, αλλά δεν έχει μια δυναμική εκλογικού περιπάτου. Αντιθέτως, όλα παραπέμπουν σε εκλογές που δεν θα βγάλουν αυτοδυναμία και λόγω του εκλογικού νόμου και έναν αναγκαστικό δεύτερο γύρο όπου θα υπάρχει πραγματική πίεση στη ΝΔ, κάτι που μπορεί ίσως και να εξηγεί και τα σενάρια για ενδεχόμενη τροποποίηση του εκλογικού νόμου ώστε η ενίσχυση του πρώτου κόμματος να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Πηγή: in.gr