Η γοητεία του κτιρίου του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης

Τι μπορεί όμως μπορεί να καθιστά ένα νοσοκομείο τόσο γοητευτικό πεδίο, ώστε οι τοίχοι του να μαγνητίζουν τον επισκέπτη ερευνητή; 

 Το ονομαζόμενο Νοσοκομείο Χαμιδιέ, αργότερα Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης συνιστούσε στο πρώτο μισό του 20ου αι το σημαντικότερο νοσοκομειακό ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι το μοναδικό νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη που παρουσιάζει συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία στην πόλη από την οθωμανική περίοδο μέχρι σήμερα (Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος). 

 Για δεκαετίες υπήρξε το δημοφιλέστερο νοσοκομείο της πόλης. Μιας πόλης που, όταν περιήλθε στο ελληνικό βασίλειο, διέθετε τόσα πολλά νοσοκομειακά ιδρύματα όσο καμία άλλη πόλη στο ελληνικό κράτος. Αν μάλιστα κάποιος επιχειρούσε να αποσυνδέσει το Δημοτικό Νοσοκομείο από το Δήμο Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Θεσσαλονίκης είναι βέβαιο ότι θα αποστερούνταν ένα μεγάλο μέρος από την αίγλη και τη λάμψη που ακτινονοβολούσε στους Δήμους και τις Κοινότητες της υπόλοιπης Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

Τι μπορεί όμως μπορεί να καθιστά ένα νοσοκομείο τόσο γοητευτικό πεδίο, ώστε οι τοίχοι του να μαγνητίζουν τον επισκέπτη ερευνητή και οι σελίδες των βιβλίων του να τον «παγιδεύουν» και να παρασύρουν στον κόσμο του; 

 Πρώτα πρώτα το ίδιο το κτίριο του Δημοτικού Νοσοκομείου, εντυπωσιακά όμορφο, στέκει όρθιο στο χρόνο και αποτελεί την ορατή έκφραση ενός δημόσιου κτιρίου κοσμικής αρχιτεκτονικής της οθωμανικής εποχής της Θεσσαλονίκης. Μαζί με το Διοικητήριο, το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής και το Οθωμανικό στρατιωτικό Νοσοκομείο συνθέτουν την εικόνα της πόλης τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής διοίκησης, όταν η αυτοκρατορία της ερυθράς ημισελήνου έκανε  την ύστατη προσπάθεια της να εξευρωπαϊστεί. Όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία στην απέλπιδα προσπάθεια της να επιβιώσει, επανεκκίνησε τη μηχανή του εκσυγχρονισμού της στον πειραματικό σωλήνα της σημαντικότερης ευρωπαϊκής πόλης τής, στη Θεσσαλονίκη. Της πόλης που γεμάτη αντιφάσεις, όπως ο πληθυσμός της, τίμησε τον μακροβιότερο Οθωμανό σουλτάνο (Αβδούλ Χαμίτ) δίνοντας το όνομα του στο Νοσοκομείο της (Νοσοκομείο Χαμιδιέ 1904) και λίγα χρόνια μετά (1909) τον ταπείνωσε, κρατώντας τον έγκλειστο σε μια υπερπολυτελή έπαυλη (βίλα Αλλατίνι). 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά την απελευθέρωση της από τα ελληνικά στρατεύματα, συνειδητά κατεδάφισε όλα τα κτίρια της οθωμανικής θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, σε μια προσπάθεια να αποσυνδεθεί πρώιμα από το οθωμανικό παρελθόν της. Το κτίριο όμως του Δημοτικού Νοσοκομείου από την ίδρυση του μέχρι σήμερα επέδειξε αντοχή στο χρόνο και εξασφάλισε αδιάλειπτα τη χρήση του. Ενώ οικοδομήθηκε από το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, γρήγορα αποσυνδέθηκε από την οθωμανική του προέλευση. Μάλιστα, από τη στιγμή που ο Δήμος Θεσσαλονίκης με τρόπο απαιτητό ανέλαβε τη διαχείριση και την ευθύνη της λειτουργίας του, το πρώην οθωμανικό νοσοκομείο ταυτίστηκε με το Δήμο Θεσσαλονίκης, την πόλη και τους κατοίκους της. Έτσι, εξυπηρέτησε τις ανάγκες περίθαλψης όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά ολόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης και άπλωσε τη φήμη του μέχρι την Ήπειρο.

Αποτέλεσε βασικό στοιχείο έκφρασης του αστικού εκσυγχρονισμού της πόλης με κύριο χαρακτηριστικό τον εκμοντερνισμό. Η εξωτερική εικόνα του κτιρίου με τη λεπτότητα των αρχιτεκτονικών του αποτυπώσεων πραγματικά εξασφαλίζει μια οπτική εμπειρία των αισθήσεων. Εσωτερικά πάλι οι μεγάλοι χώροι του, «ανώνυμοι», γεμάτοι σκιές ανθρώπων που βρήκαν ανακούφιση, περίθαλψη, υποστήριξη και βοήθεια, γεμάτοι κίνηση ακόμα και σήμερα, εξασφαλίζουν μία γοητεία πολλαπλώς αναγνώσιμη. Αποτελούν πρόκληση που δεν περιορίζεται στην επιστημονική έρευνα και την ανάδειξη του αρχείου του. Προκαλούν εμφατικά για την καλλιτεχνική «αποτύπωση» του χώρου και της ιστορίας του : Αποτύπωση κινηματογραφική, θεατρική ή εικαστική.  

Η λεπτότητα των πολυτελών ειδών επίπλωσης που το 1927 μεταφέρθηκαν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης και μέχρι σήμερα ελάχιστα σποραδικά διασώζονται, οι πληροφορίες για την πολυτέλεια των ειδών της διακόσμησης (πολυέλαιοι, τάπητες, έπιπλα),  παρέπεμπαν περισσότερο σε ένα πολυτελές θεραπευτήριο και λιγότερο σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα. Η διαμόρφωση των χώρων, ακόμα και η σκάλα με την περίτεχνη κουπαστή της, διαμορφώνουν το πλαίσιο ενός χώρου με πολυποίκιλα χαρακτηριστικά, που το συνέθεταν άνθρωποι με διαφορετική κοινωνική και οικονομική αφετηρία, με διαφορετική κουλτούρα, γεωγραφική καταγωγή, με ποικίλες προσωπικές ιστορίες και πολυπλοκότητα συναισθημάτων.

Και ενώ οι χώροι των νοσοκομείων συνήθως αποτυπώνονται ως χώροι αλλοτριωτικοί και «αποστειρωμένοι», ωστόσο η σκιώδης ακόμη παρουσία των στοιχείων της πολύπλοκης αισθητικής και της πολυτέλειας του παρελθόντος, αθόρυβα αίρουν τα συναισθήματα της παθητικότητας των χρηστών του και δείχνουν να μεταμορφώνουν και να εξανθρωπίζουν τη λειτουργία του χώρου.

Η ίδια η «ανάγνωση» ενός νοσοκομείου στα χρόνια του μεσοπόλεμου συνιστά πάντα μια πρόκληση για τον ερευνητή : Γιατί τα νοσοκομεία δεν ήταν μόνο οι χώροι, οι κλινικές, το ιατρικό νοσηλευτικό προσωπικό και οι ασθενείς. Το νοσοκομείο ήταν επίσης ένας παραγνωρισμένος τόπος και θεσμός. Αποτελούσε το χώρο όπου διασταυρώνονταν από τη  μια μεριά ο θετικισμός, ο ορθολογισμός και ο ανθρωπισμός και από την άλλη τα παρωχημένα στερεότυπα, οι ιδεοληπτικές εμμονές, οι μοιρολατρικές προλήψεις και οι προκαταλήψεις για την «αρρώστια» και τα αίτια της. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο ερευνητής καλείται ανάμεσα στα άλλα να «εξηγήσει» την παρεξήγηση εστιάζοντας στον κύριο χρήστη του χώρου, τον ασθενή.

Γιατί όμως ένα πρώην οθωμανικό Νοσοκομείο μπορεί να αποτελεί ιστορική αφετηρία για την ιστορία των Νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης; Ο ίδιος ο περιγραφικός όρος οθωμανικό για τους περισσότερους  αποτελεί συνώνυμο της καθυστέρησης και της οπισθοδρόμησης. Και όμως το πρώην οθωμανικό Νοσοκομείο (Χαμιδιέ) κάνει την ανατροπή. Με το λειτουργικό του παράδειγμα αποδομεί με τρόπο πανυγηρικό το στερεότυπο της οπισθοδρόμισης σε οτιδήποτε οθωμανικό.

 Γιατί αποτελεί ιστορικά το πρώτο στη σειρά νοσοκομειακό ίδρυμα της πόλης το οποίο εισάγει στη Θεσσαλονίκη το θεσμό του μοντέρνου Νοσοκομείου. Του νοσοκομείου με τις αποσαφηνισμένες λειτουργικές διακρίσεις στους χώρους του, τις διαφορετικές, σύγχρονες τεχνολογίες, τους επιμερισμένους στόχους διάγνωσης και τις θεραπείες. Με άλλα λόγια το πρώην οθωμανικό Νοσοκομείο εισάγει στη Θεσσαλονίκη το πρότυπο του μοντέρνου νοσοκομείου των αρχών του 20ου αι, αυτού που στο σχετική βιβλιογραφία στη Δυτική Ευρώπη ονομάζουμε «εργοστάσιο» υγείας.

Έτσι, το πρώην οθωμανικό Νοσοκομείο και μετέπειτα Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης  έθεσε κάτω από τη σκέπη του τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας και της Θράκης, και προοδευτικά έγινε το σύμβολο της εποχής που ο Δήμος ήταν ο βασικός φορέας της οργάνωσης και υλοποίησης της κοινωνικής πολιτικής προς τους οικονομικά αδύναμους.  Άκμασε στα χρόνια που η κεντρική εξουσία στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας δεν ήταν ακόμη απόλυτα συγκεντρωτική. Ανέδειξε τη στρατηγική υπεροχή του Δήμου Θεσσαλονίκης στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής έναντι της υπολειπόμενης κεντρικής διοίκησης. Είναι ιστορικά αδιαχώριστο από την εποχή που η κοινωνική πολιτική εκπορευόταν από το Δήμο και το Δημοτικό Συμβούλιο, γι’ αυτό και αποτέλεσε δομικό χαρακτηριστικό της ίδιας της λειτουργίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Από όλες τις αποτυπώσεις του Δημοτικού Νοσοκομείου η πιο ενδιαφέρουσα είναι αυτή που ανεξίτηλα εδώ και δεκαετίες έχει χαραχτεί βαθιά στη συνείδηση και την καρδιά των Θεσσαλονικέων. Σ’ αυτή την αποτύπωση το Δημοτικό Νοσοκομείο απέκτησε χαρακτήρα εμβληματικό: Ενσάρκωσε το σύμβολο της ελπίδας, για να αποκτήσει ο άπορος πρόσβαση στο νοσοκομείο. Αποτέλεσε την εγγύηση, για να απολαύσει ο ασθενής υψηλό επίπεδο ιατρικών υπηρεσιών και επομένως το αγαθό της υγείας.

*O Ιωάννης Καλλιαρέκος είναι πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Περιφερειακών Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Λέξεις: Ιωάννης Καλλιαρέκος
Πηγή: parallaxima.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial