Το μέλλον του ΑΠΘ διακυβεύεται

Από το 1926 μέχρι σήμερα το ΑΠΘ ακολούθησε μια συνεχή πορεία διεύρυνσης των επιστημονικών πεδίων που θεραπεύει. Επί έναν αιώνα δημιουργούνταν συνεχώς καινούργιες Έδρες και Σχολές, αργότερα Τομείς, Τμήματα, Σχολές. Η πορεία αυτή έχει επηρεάσει θετικά τις επιστήμες και τη γνώση, απέδωσε ένα διακριτό αναπτυξιακό αποτύπωμα στην οικονομία της χώρας, συγκρότησε επιστημονικές κοινότητες, επηρέασε τα γράμματα και τις τέχνες, έχτισε γέφυρες φιλίας και συνεργασίας με τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, δημιούργησε το περιβάλλον μιας ζωντανής φοιτητούπολης. Υπήρξαν περίοδοι που το ΑΠΘ, όπως και τα άλλα πανεπιστήμια της χώρας, βίωσαν στασιμότητα ανάπτυξης λόγω της μείωσης της χρηματοδότησης (1939 – 1949, 2010 – 2016) ή λόγω της αδυναμίας πρόσληψης νέων καθηγητών (1940 – 1947, 2010 – 2016). Εκείνο όμως που ποτέ δεν τέθηκε στη συζήτηση ήταν η συρρίκνωση των ακαδημαϊκών του μονάδων, το «κλείσιμο» ή η συγχώνευση Τμημάτων με όρους της σημερινής ορολογίας. Βάσει του προσχεδίου νόμου που χθες κατέθεσε το Υπουργείο Παιδείας, το διακύβευμα αυτό πλέον τίθεται ως πιθανότητα για 8 από τα 41 Τμήματα του ΑΠΘ. Το προσχέδιο νόμου αλλάζει τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών στα πανεπιστήμια. Oι νέες προβλέψεις δημιουργούν ένα πολύπλοκο πολυπαραμετρικό και γραφειοκρατικά δυσκίνητο σύστημα που εμπλέκει το μέσο όρο των επιδόσεων όλων των υποψηφίων σε όλα τα μαθήματα της κατεύθυνσης  που ανήκει ένα Τμήμα, μια παραμετροποίηση -0,8 έως 1,2 ως απόφαση των Τμημάτων καθώς και φραγές που θα θέτει το Υπουργείο με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Ο πιο «κρυφός» έμμεσος τρόπος βασίζεται στη δυνατότητα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας να ορίσει τα μέλη της επιτροπής των πανελλαδικών εξετάσεων και άρα να «προσδιορίσει» το επίπεδο δυσκολίας ή ευκολίας των θεμάτων. Πουθενά στο προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν εξηγείται βάσει ποιων ακαδημαϊκών κριτηρίων προτείνεται η διακύμανση-0,8 έως 1,2 και όχι κάποια άλλα αριθμητικά μεγέθη. Μια απλή ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων των πανελλαδικών εξετάσεων που δημοσιεύει κάθε Ιούλιο το Υπουργείο Παιδείας αρκεί για να κατανοήσουμε το μεγάλο πρόβλημα που θα προκύψει για τα 8 ή 9 Τμήματα του ΑΠΘ.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο μέσος όρος των επιδόσεων όλων των υποψηφίων της πολυπληθέστερης κατηγορίας («Νέο Σύστημα – ΓΕΛ Ημερήσιο») σε όλα τα μαθήματα κυμαίνεται την τελευταία πενταετία άνω του 12. Αυτό προκύπτει ακόμα και αν κάνουμε τους υπολογισμούς μας με 5 αντί των 4 εξεταζόμενων στις πανελλαδικές μαθημάτων, δυνατότητα που υπήρχε για ορισμένους υποψηφίους.  Ακόμα και αν ένα Τμήμα επιλέξει την ελάχιστη διακύμανση (0,8) η βάση εισαγωγής του («Ε.Β.Ε.», δηλ. ελάχιστη βάση εισαγωγής) θα βρίσκεται λίγο πάνω από το 9,5. Οκτώ Τμήματα του ΑΠΘ βρίσκονται όμως με βάσεις που το 2020 κυμάνθηκαν από τα 5.380 έως τα 9.750 μόρια. Ακόμα ένα Τμήμα βρίσκεται κοντά, στα 11.725 μόρια. Τα Τμήματα αυτά βρίσκονται σε 4 διαφορετικές Σχολές. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της τελευταίας πενταετίας, τα Τμήματα αυτά δεν θα συμπληρώσουν τις θέσεις υποψηφίων στην πρώτη κατανομή γιατί μόνο ένας αριθμός υποψηφίων θα βρίσκεται πάνω από την «Ε.Β.Ε.». Θυμίζουμε ότι η γκαουσιανή καμπύλη κατανομής των υποψηφίων όλων των Τμημάτων της χώρας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στις χαμηλότερες τιμές των δύο αξόνων της. Το προσχέδιο νόμου δίνει τη δυνατότητα οι θέσεις φοιτητών που θα μείνουν κενές στην πρώτη κατανομή να συμπληρωθούν με φοιτητές που θα συμπληρώσουν ένα δεύτερο μηχανογραφικό. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι αυτά τα Τμήματα θα συμπληρώσουν τον αριθμό των φοιτητών τους βάσει όσων εισαχθούν με το δεύτερο μηχανογραφικό. Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο δημιουργεί, σε πανελλαδικό επίπεδο, Τμήματα δύο ταχυτήτων: αυτά που θα συμπληρώνουν τον αριθμό των φοιτητών τους από την πρώτη κατανομή και αυτά που δεν θα συμπληρώνουν. Σε ελάχιστο χρόνο, η κατηγοριοποίηση αυτή θα δημιουργήσει αρνητικά στερεότυπα και ιεραρχίες.

Ας αφήσουμε προς στιγμήν το κρίσιμο ερώτημα «μα είναι δυνατό να περνάς σε πανεπιστημιακό Τμήμα έχοντας μέσο όρο επίδοσης στις πανελλαδικές κάτω από 9,5;» Στο ερώτημα αυτό θα επανέλθω με άλλο άρθρο. Ας επιμείνουμε στις συνέπειες που τεχνιέντως θα προκύψουν από τη δημιουργία δύο κατηγοριών Τμημάτων. Οφείλουμε καταρχήν να τονίσουμε ότι η βάση εισαγωγής ενός Τμήματος είναι συχνά άσχετη με το παρεχόμενο διδακτικό έργο και την ερευνητική παραγωγή που συντελείται στο εν λόγω Τμήμα. Στην περίπτωση της χώρας μας, οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζήτηση για φοίτηση είναι ως επί το πλείστων άσχετοι με το επίπεδο του διδακτικού και ερευνητικού έργου. Συνήθως αφορούν τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης και την γεωγραφική εγγύτητα με την οικογενειακή εστία. Τα 8 ή 9 Τμήματα του ΑΠΘ στα οποία θα εμφανιστεί μη συμπλήρωση του αριθμού υποψηφίων από την πρώτη κατανομή, παρουσιάζουν διεθνώς αναγνωρισμένο έργο, πρωτοπορούν στα γράμματα και στην επιστήμη, έχουν  καταξιωμένο καθηγητικό προσωπικό και έχουν σημαντική αναπτυξιακή συμβολή. Το πλέον ανησυχητικό δεν είναι μόνο τα στερεότυπα δύο κατηγοριών Τμημάτων που θα δημιουργηθούν αλλά και ο κίνδυνος μείωσης της χρηματοδότησης των εν λόγω Τμημάτων και συνολικά του ΑΠΘ. Δεδομένου ότι ο αλγόριθμος χρηματοδότησης συνδέεται με τον αριθμό φοιτητών, η μείωση των εισακτέων θα οδηγήσει και σε μείωση του προϋπολογισμού του ΑΠΘ. Η μείωση αυτή θα προστεθεί σε όποιες περικοπές προκύψουν από τον κανόνα 80/20 της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων.

Τι θα γίνουν αυτά τα Τμήματα σε λίγα χρόνια καθώς θα μειώνεται τεχνηέντως, βάσει του «κόφτη» του «Ε.Β.Ε.» ο αριθμός των φοιτητών τους και η χρηματοδότηση; Η εμπειρία των αντίστοιχων αλλαγών στη Μεγάλη Βρετανία όπου πρώτα εφαρμόστηκαν επί Θάτσερ ανάλογες πολιτικές, δείχνει ξεκάθαρα τι έρχεται. Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: θα παραδώσουμε στις μελλοντικές γενιές ένα ΑΠΘ εξίσου πλούσιο σε γνωστικά πεδία ή θα υπονομεύσουμε το μέλλον του; Η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει τρόπους να απαντήσει.  

ΠΗΓΗ: parallaximag.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial