ΕΡΕΥΝΑ: Αναταραχή σε πέντε σημαντικά μουσεία

Θύελλα διαμαρτυριών έχει προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης να προωθήσει άμεσα την μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Πρόκειται για δύο μουσεία στη Θεσσαλονίκη, δύο στην Αθήνα και ένα στ Ηράκλειο και συγκεκριμένα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.

Η αρχή έγινε μέσα στις γιορτές όταν η υπουργός πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, πρότεινε στο υπουργικό συμβούλιο σχέδιο νόμου που περιγράφει τις αλλαγές με βασικότερη την μετατροπή των πέντε σημαντικότερων αυτή τη στιγμή μουσείων από ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισµού σε ΝΠΔΔ. 

Η εξέλιξη αυτή αμέσως προκάλεσε αντιδράσεις και το ένα μετά το άλλο τα μουσεία μέσω των εργαζομένων τους απέστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό αλλά και σε κάθε αρμόδιο φορέα εκφράζοντας μια σειρά ενστάσεων τόσο όσο αφορά την εν κρυπτώ διαδικασία όσο και σχετικά με την ουσία αυτής της πολιτικής απόφασης και τις επιπτώσεις που θα έχει στη λειτουργία των μουσείων.

Τρεις από τις πέντε επιστολές τις υπογράφουν ΚΑΙ οι διευθυντές των μουσείων. Τα κείμενα όλων των επιστολών διαμαρτυρίας των εργαζομένων στα μουσεία αλλά και τις ανακοινώσεις συμπαράστασης φορέων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Πριν από την εξέλιξη του Δεκεμβρίου, πάλι εν μέσω πανδημίας στα τέλη Οκτωβρίου, είχε προηγηθεί η σύσταση επιτροπής για την αναμόρφωση του οργανισμού του υπουργείου πολιτισμού και αθλητισμού ώστε να βγουν εκτός τα πέντε μεγάλα μουσεία.

«Προχωρούμε στον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, που αφορά στη λειτουργία των κρατικών μουσείων, με τη δημιουργία ΝΠΔΔ, όπου κρίνεται απαραίτητο. Τα μουσεία παραμένουν κρατικά, όμως λειτουργούν αυτόνομα εφαρμόζοντας προφανώς τη μουσειακή πολιτική του Υπουργείου» είπε τότε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.

Τι ακριβώς συμβαίνει στα μουσεία και γιατί αντιδρά τόσο έντονα σήμερα το έμψυχο δυναμικό τους; Αρχικά απευθυνθήκαμε στον Στάθη Γκότση, γενικό γραµµατέα του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων και ιστορικό.

Γιατί κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση προωθεί τόσο επίμονα την μετατροπή των 5 μουσείων σε ΝΠΔΔ;

«Η εξαγγελία της κυβέρνησης για μετατροπή των 5 μεγάλων δημόσιων/κρατικών μουσείων της χώρας από υπηρεσίες που υπάγονται τώρα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου συνοδεύεται από ένα εντελώς διάτρητο επιχείρημα: πως έτσι θα αποκτήσουν, δήθεν, οικονομική αυτοτέλεια και δεν θα απαιτείται, σταδιακά, η οικονομική τους στήριξη από το κράτος. Η συζήτηση με τέτοιους όρους υπονοεί αφετηριακά πως τα μουσεία, κατεξοχήν χώροι προώθησης της επιστημονικής γνώσης και της ευρύτερης παιδείας για όλους, αντιμετωπίζονται πλέον από την κυβέρνηση όχι με κριτήριο τον μορφωτικό και κοινωνικό τους ρόλο, αλλά ως εμπορικές επιχειρήσεις των οποίων η “βιωσιμότητα” εξαρτάται από τη σχέση εσόδων/εξόδων. Η ακραιφνώς φιλελεύθερη αυτή αντίληψη είναι καταστροφική για την διαχείριση του μουσειακού πλούτου. Επιχειρεί να στρέψει τα μουσεία αποκλειστικά στο κυνήγι πόρων, αυξάνοντας την τιμή των εισιτηρίων, χρεώνοντας παροχές που μέχρι τώρα είναι δωρεάν (όπως εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες εκδηλώσεις επιστημονικού, μορφωτικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα), οργανώνοντας δράσεις με κριτήριο αν θα φέρουν λεφτά ή όχι, νοικιάζοντας τους χώρους τους για άσχετες δράσεις, εκποιώντας δικαιώματα φωτογράφισης εκθεμάτων κοκ. Η λογική αυτή, εντελώς παρωχημένη άλλωστε διεθνώς, δεν επιχειρείται καν να τεκμηριωθεί με στοιχεία και οικονομοτεχνικά δεδομένα. Για έναν απλό λόγο: κανένα μεγάλο μουσείο στον κόσμο δεν “βγάζει τα έξοδά του” και δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς οικονομική ενίσχυση. Το απέδειξε περίτρανα η παγκόσμια οικονομική κρίση, το επικύρωσε δραματικά η τρέχουσα υγειονομική κρίση και πάλι σε όλον τον πλανήτη».

Η χρονική συγκυρία έχει τη σημασία της στην πολιτική αυτή κίνηση;

«Δεν είναι διόλου τυχαίο που η κυβερνητική εξαγγελία έρχεται λίγες μέρες μετά την ψήφιση από την Βουλή της τερατώδους διάταξης για τη δυνατότητα εκπατρισμού αρχαιοτήτων για μέχρι 50 χρόνια συνολικά. Η πρόβλεψη αυτή που δεν υπάρχει σε κανένα κράτος του κόσμου, πέρα από προσβλητική για τον πυρήνα της έννοιας της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, υποκρύπτει αντιλήψεις που συνυφαίνονται και πάλι με αγοραίες προσεγγίσεις των μνημείων. Ο συνδυασμός της διάταξης αυτής με την επιχειρούμενη αλλαγή στο θεσμικό καθεστώς των κρατικών μουσείων θα ανοίξει πλέον διάπλατα το δρόμο για γενικευμένη εξαγωγή αρχαιοτήτων και από τα δημόσια μουσεία».

Πόσο σημαντική είναι η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των Μουσείων;

«Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα στην διαχείριση των κρατικών μουσείων δεν είναι ένα σύνθημα κενό περιεχομένου ούτε γίνεται από θέσεις υπεράσπισης ενός συντηρητικού ή παρωχημένου μουσειακού μοντέλου. Ακριβώς το αντίθετο: οι εργαζόμενοι στα κρατικά μουσεία, με πλήρη επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης τους απέναντι τόσο στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου όσο και στο κοινωνικό σώμα, εργάζονται εδώ και χρόνια για τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση του μουσειακού λόγου, μέσα από νέες μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα όχι μόνο για το μαθητικό κοινό αλλά και για κάθε ομάδα που κινείται στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού, έντυπες και ψηφιακές εκδόσεις, δράσεις προσέγγισης και επικοινωνίας με κάθε πληθυσμιακή κατηγορία. Τα αποτελέσματα είναι ορατά και θα ήταν πολλαπλάσια αν δεν υπήρχαν τα εμπόδια της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης, αλλά και οι παλινωδίες σε επίπεδο πολιτικής κατεύθυνσης και προσανατολισμού. Σε μια εποχή γενικευμένης κρίσης και κοινωνικής αποσάρθρωσης, επέλασης της αγοράς και των ιδιωτικοοικονομικών συμφερόντων, κατίσχυσης του ανορθολογισμού και της μισαλλοδοξίας, οι άνθρωποι των δημόσιων/κρατικών μουσείων υπερασπιζόμαστε ένα ανοιχτό και δημόσιο μουσείο, προσβάσιμο σε όλους και όλες, δίχως εμπόδια και φραγμούς, ένα μουσείο κοινωνικά χρήσιμο ως κύτταρο παιδείας και δημιουργίας, ως χώρο έκφρασης και επικοινωνίας, αναστοχασμού και αυτογνωσίας».  

Πανοραμική άποψη του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

«Ευθύνες και στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση»

Η Parallaxi απευθύνθηκε και στον Γιάννη Θεοχάρη, αρχαιολόγο, αντιπρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων που απάντησε με τη σειρά του στις ερωτήσεις μας:

Τι σηματοδοτεί στην πράξη μετατροπή ενός κρατικού μουσείου σε ΝΠΔΔ;

«Σηματοδοτεί ακρωτηριασμό, διάλυση της ίδιας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Ελλάδα δομήθηκε για να λειτουργεί ως ενιαίος κρατικός φορέας με μία κεντρική διοίκηση και κατά τόπους υπηρεσίες-Εφορείες Αρχαιοτήτων. Εάν χτυπηθεί το ένα μέρος διασαλεύεται όλη η τάξη, γιατί η ενιαία δομή του συστήματος του επιτρέπει να λειτουργεί με επιτυχία. Για να το θέσω με ένα παράδειγμα, ώστε να γίνει κατανοητό: είναι σαν να αποφασίζει η κυβέρνηση να διαιρέσει τον θεσμό της Δικαιοσύνης και να αποκόψει από τον κορμό της ένα τμήμα, π.χ. τα ποινικά δικαστήρια, λέγοντας ότι αυτά πλέον θα πρέπει να λειτουργούν με έναν άλλον τρόπο, ας πούμε ανεξάρτητα, αποκλειστικά με ενόρκους, όπως γίνεται στις Η.Π.Α. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Στην Ελλάδα η έννοια της προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων αποτελεί συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας και αναλαμβάνεται μέσω ενός θεσμού: της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι η διάλυση αυτού του θεσμού. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η ιστορική αντίληψη είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένη. Και τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι, όπως ο αρχαιολόγος είναι υποχρεωμένος να σέβεται την παρακαταθήκη του παρελθόντος, γιατί η μνήμη μένοντας αλώβητη μπορεί να λειτουργεί ως ιδεολογικός οργανισμός, έτσι και ορισμένοι κρατικοί θεσμοί θα πρέπει να μένουν αλώβητοι, γιατί έτσι επιτελούν τον δόκιμο κοινωνικό τους ρόλο που ανέλαβαν απέναντι στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει την ύπαρξή της σε φιλόμουσους Έλληνες, που θεωρούσαν ως πρώτο μέλημα την ίδρυση μουσείων για τη φύλαξη των αρχαιοτήτων. Το 1828 ο Καποδίστριας ίδρυσε στην Αίγινα το Κεντρικό Σχολείο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Εθνική Τυπογραφία και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αυτή είναι η πνευματική απαρχή της Ελλάδας ως κράτους και η αφετηρία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το να αποσπάς τα Μουσεία από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, σημαίνει ότι αποσπάς από την Αρχαιολογική Υπηρεσία την καρδιά της, σημαίνει ότι την εκτελείς. Η κυβέρνηση δεν καταδικάζει απλά τα Μουσεία σε θάνατο, αλλά οδηγεί στο εκτελεστικό απόσπασμα την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Τι σημαίνει Δ.Σ. σε ένα μουσείο;

«Σημαίνει αστάθεια στη διοίκηση, παρέμβαση της πολιτικής ηγεσίας στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων. Για παράδειγμα στο Δ.Σ. του Μουσείου Ακρόπολης, ενός μουσείου Ν.Π.Δ.Δ., βλέπουμε ότι εκπροσωπείται  ο εκάστοτε δήμαρχος Αθηναίων. Αυτό θα μπορεί να συμβεί και στα δύο μουσεία της Θεσσαλονίκης, το Αρχαιολογικό και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Από το παράδειγμα του Σταθμού Βενιζέλου η εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ξέρουμε τι σημαίνει για τα αρχαία της Θεσσαλονίκης: μπορεί να έχεις Μπουτάρη, μπορεί να έχεις και Ζέρβα. Η εμπλοκή αιρετών στα αρχαιολογικά ζητήματα μπορεί να οδηγήσει στο μάλε βράσε, όπως είχε πει κάποτε και ο Θόδωρος Πάγκαλος. Επίσης, στην περίπτωση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού η Εκκλησία σίγουρα θα διεκδικήσει έναν ρόλο και θα επιχειρήσει την εκπροσώπηση στο Διοικητικό Συμβούλιο. Και θα το πετύχει. Θέλετε να σας θυμίσω τη Ροτόντα; Υπό την πρόταση για συμμετοχικότητα στη διοίκηση και άλλων φορέων, η αρχαιολογική διοίκηση θα καταλήξει να ασκείται από άσχετους που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα άλλων, πάντως όχι το δημόσιο συμφέρον, όπως αυτό εξυπηρετείται από μία κρατική υπηρεσία. Ο αρχαιολόγος ως δημόσιος λειτουργός είναι ένας επιστήμονας που έχει δώσει όρκο για την προστασία και ανάδειξη των αρχαίων. Πρόκειται για τον καθ ύλην αρμόδιο. Εάν ήθελε η πολιτική ηγεσία να ενισχύει την διοίκηση των μουσείων ως υπηρεσιών θα έπρεπε να προχωρήσει σε κρίσεις, δηλαδή σε διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής υποψηφίων από το σώμα της Υπηρεσίας. Γιατί δεν το κάνει; Και πάλι το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης είναι από αυτήν την άποψη διαφωτιστικό. Ξέρετε πόσοι προϊστάμενοι ορίστηκαν στο διάστημα της κρίσης του Σταθμού Βενιζέλου; Περί τα 10  χρόνια πρέπει να άλλαξαν γύρω στους 10 διευθυντές και ακόμη συνεχίζουμε έτσι. Ειλικρινά προσπαθούσα να μετρήσω τους αναπληρωτές διευθυντές που ορίζονταν και αδυνατούσα. Ασφαλώς, καταλαβαίνετε γιατί συνέβαινε αυτό. Για την ποδηγέτηση της διοίκησης μίας υπηρεσίας. Αυτό αποτελεί πολιτική επιλογή που στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης υπήρξε τραυματική για τα αρχαιολογικά πράγματα».  

Οι αλλαγές, ωστόσο, γίνονται από μία υπουργό που είναι αρχαιολόγος.

«Δεν σημαίνει ότι είναι και σωστές. Ξέρετε αρχαιολόγοι είναι πολλοί. Υπάρχουν οι τιτλούχοι, δηλ. οι απόφοιτοι, υπάρχουν οι ετεροαπασχολούμενοι (π.χ. αυτοί που δουλεύουν ως εκπαιδευτικοί), υπάρχουν οι πανεπιστημιακοί και οι ερευνητές, υπάρχουν και οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας. Η κ. Υπουργός είναι μία αρχαιολόγος-ερευνήτρια στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, και μάλιστα επιγραφικός. Όλοι οι αρχαιολόγοι αγαπούμε τις αρχαιότητες χωρίς αμφιβολία. Όσοι εργαζόμαστε ως αρχαιολόγοι στην Υπηρεσία έχουμε δώσει όρκο να φυλάττουμε πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους της και να εκπληρώνουμε τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μας ως δημόσιοι υπάλληλοι, ως υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο θα σας αναφέρω δύο πρόσωπα, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, που παρενέβησαν σε μείζονος σημασίας αρχαιολογικά ζητήματα τα τελευταία χρόνια: ο ένας είναι ο Βασίλειος Πετράκος που παρενέβη για την Αμφίπολη και ο άλλος ο Παναγιώτης Βοκοτόπουλος για τη Βενιζέλου. Και οι δύο επέκριναν τους κυβερνητικούς χειρισμούς, όχι γιατί ανήκουν σε συγκεκριμένο πολιτικό-αντικυβερνητικό χώρο. Ξέρετε ποιος ήταν ο λόγος που κατέστησε τις δημόσιες παρεμβάσεις τους τόσο εύστοχες; Το ότι έδωσαν όρκο, ότι υπηρέτησαν ως δημόσιοι υπάλληλοι στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο δε Πετράκος έως το τέλος του εργάσιμου βίου του. Το ζήτημα, λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι εάν είμαστε αρχαιολόγοι, εάν αγαπούμε ή μελετούμε τις αρχαιότητες, αλλά εάν εκτιμούμε και σεβόμαστε τον φορέα που έχει αναλάβει να εκπληρώνει τις συνταγματικές επιταγές της προστασίας των αρχαιοτήτων στη Χώρα, δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων είναι ένας επιστημονικός κλαδικός σύλλογος που δεν θα μπορούσε ποτέ να μην σταθεί αλληλέγγυος σε όλους τους αρχαιολόγους, όπου και αν αυτοί απασχολούνται. Κινούμαστε πάντα συναδελφικά και σεβόμαστε το καθεστώς εργασίας και ασφαλώς τους θεσμούς που επίσης υπηρετούν την επιστήμη μας». 

Γιατί εν μέσω πανδημίας να αλλάξουν τόσα (αν γίνονταν υπό κανονικές συνθήκες λογικά θα έκλειναν τα μουσεία από κινητοποιήσεις) χωρίς διαβούλευση χωρίς διάλογο;

«Δυστυχώς, αυτό το ζήτημα περιγράφει εν γένει  την κατάσταση του πολιτικού βίου, μεσουσών μίας μακράς οικονομικής κρίσης και μίας πρωτοφανούς πανδημίας. Σε μία κοινωνία καταπονημένη και φοβισμένη, κάποιοι αντιμετωπίζουν την κρίση ως ευκαιρία όχι απλά για να επιδείξουν υποτίθεται καινοφανές έργο, αλλά για να διαλύσουν έναν ιστορικό κρατικό θεσμό, όπως επιχείρησα να σας αναπτύξω. Η κυβέρνηση δεν ενεργεί με ηρεμία και σύνεση σε αυτήν τη δύσκολη συνθήκη. Σκεφτείτε ότι η μετατροπή των κορυφαίων μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. δεν αποτελεί προεκλογική εξαγγελία. Δεν είναι καν προϊόν μίας οικονομοτεχνικής μελέτης από την οποία να προκύπτει η ανάγκη της μεταρρύθμισης. Η πρότασης της μετατροπής των Μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. ήρθε μετεκλογικά και όταν φτάσαμε στην πανδημία, εκεί όπου όλος ο πλανήτης διαπίστωσε ότι τα ανεξάρτητα μουσεία δεν θα επιβιώσουν. Έτσι, οι εμπνευστές του σχεδίου δεν έλαβαν υπόψη τα δεδομένα και μίλησαν για ανεξάρτητα μουσεία. Ενήργησαν δηλαδή παράλογα, ενάντια στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό σε κάθε επίπεδο. Τα μουσεία κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν από κιβωτοί πνευματικών θησαυρών σε εμπορικά καταστήματα, τα οποία μάλιστα θα υπολειτουργούν ως τέτοια. Και ο ουσιαστικός κίνδυνος είναι η διαστρέβλωση της αξίας του αρχαίου και η θεώρησή του από αντικείμενο με ιδεολογικές αναφορές σε πράγμα συνδεόμενο με το κέρδος και συγκεκριμένα με την τριτογενή παραγωγή. Είναι μία μεγάλη συζήτηση αυτή, αλλά για εμάς τους Έλληνες όλες αυτές οι αλλαγές θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο. 200 χρόνια μετά την Επανάσταση οι αρχαιότητες διοχετεύονται στο σύστημα της κεφαλαιοποίησης. Αυτό δεν συνιστά πολιτικό όραμα, αλλά κατάντια, την αρχή του πλιάτσικου για τα αρχαία. Η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που τόσα χρόνια παρουσιαζόταν ότι υπηρετούσε την εθνική γραμμή, κάνει τη δική του κωλοτούμπα και τι μας λέει; «Τέρμα η εθνική αξία των αρχαίων, τώρα υπάρχει η οικονομική, το rebranding». Οι πολιτευτές και ψηφοφόροι του κόμματος θα πρέπει να τοποθετηθούν και να δηλώσουν εάν είναι σύμφωνοι με αυτές τις προσεγγίσεις. Αυτό ψήφισαν; Αυτό στηρίζουν; Να υπογραμμίσω ότι στην σημερινή της μορφή η Αρχαιολογική Υπηρεσία, την οποία σκοπεύουν να διαλύσουν, είναι προϊόν του πολιτικού οράματος του ιδρυτή του κόμματος, Κωνσταντίνου Καραμανλή, από τη δεκαετία του 1960. Ο Κ. Καραμανλής, πέρα από διαφωνίες, σεβόταν απόλυτα τον κόσμο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στις εθιμοτυπικές του επισκέψεις του στη Θεσσαλονίκη δεχόταν όλους τους Εφόρους Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια ζητούσε πάντα ενημέρωση για τα ζητήματα του Αγίου Όρους και της Βεργίνας. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η καλή διακυβέρνηση δεν περιγράφει αυτόν που σώνει και καλά επιβάλλει το σχέδιό του, αλλά αυτόν που ακροάται τους πάντες και συλλαμβάνει ένα σχέδιο. Η ακρόαση είναι προϋπόθεση της καλής διοίκησης. Αυτό δεν το βλέπω στην τωρινή κατάσταση και ελπίζω να αλλάξει. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναγνωρίζω επίσης ευθύνες στην αντιπολίτευση, η οποία δεν έχει απλά την υποχρέωση του συστηματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά και την υποχρέωση της ευθείας και άμεσης τοποθέτησης απέναντι στο ερώτημα. Και το ερώτημα δεν είναι εάν θέλουμε Μουσεία Ν.Π.Δ.Δ., αλλά εάν θέλουμε Αρχαιολογική Υπηρεσία».

Μετά από όλα αυτά τίθεται σημαντικό ζήτημα λειτουργίας των μουσείων που είναι ήδη κλειστά μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς κανείς να ξέρει πότε και υπό πιο καθεστώς θα λειτουργήσουν. Οι εργαζόμενοι περιμένουν απαντήσεις από τον πρωθυπουργό και το υπουργείο αλλά μέχρι τώρα έχουν αγνοηθεί παντελώς από την κυβέρνηση η οποία αποδεικνύει πως δεν επιθυμεί κανένα διάλογο και έχει πάρει τις οριστικές της αποφάσεις.

ΠΗΓΗ: parallaximag.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial