Έλληνες που ζουν μόνιμα σε διαφορετικά μέρη του κόσμου μιλούν για την καθημερινότητά τους την περίοδο της πανδημίας.
Σήμερα μεταφερόμαστε στη μακρινή Αυστραλία και αφουγκραζόμαστε τον CEO της της πιστοποιημένης κοινωνικής επιχείρησης «JUST GOLD», που στόχο έχει την προαγωγή της κοινωνικής ισότητας και την εύρεση εργασίας. Τον Κυριάκο Γκολντ, που διαμένει τον μισό χρόνο στο Σίδνεϊ και τον υπόλοιπο στη Μελβούρνη και μας αναλύει την καθημερινότητα σε συνθήκες πανδημίας.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στις 40 Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης ο Κυριάκος Γκολντ, με τον πατέρα του να κατάγεται από τη Βέροια και τη μητέρα του από το Κιλκίς. Μόλις τελείωσε το 11o Λύκειο Θεσσαλονίκης, έφυγε αμέσως για την Αυστραλία -τώρα συμπληρώνει 27 χρόνια διαμονής- σπουδάζοντας αρχικά Διεθνείς Επιστήμες, με μεταπτυχιακά και διδακτορικό στη Νομική, και αυτόν τον καιρό κάνει το διδακτορικό του στο θέμα «Social Impact» (Κοινωνικές Επιπτώσεις – Αλλαγές). Η επιχείρησή του απασχολεί πέντε άτομα με σταθερή σχέση εργασίας, ενώ απασχολεί με συνεργασίες άλλα 16 άτομα από την Αυστραλία, την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ισπανία.
Αναφερόμενος στην πανδημική κρίση και στο πώς αντιμετωπίστηκε στην Αυστραλία, ο κ. Γκολντ βάζει στο τραπέζι πολλές παραμέτρους. «Ήταν διαφορετικά, ειδικά για τους ανθρώπους που ταξιδεύουν αρκετά και ειδικά για την Αυστραλία που οι μισοί έχουν μια δεύτερη πατρίδα, είτε γιατί έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, είτε γιατί οι γονείς τους έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Πηγαινοερχόμαστε κάθε χρόνο μία με δύο φορές για να δούμε τους γονείς μας, τους φίλους μας, ενώ άλλοι ζουν σε δύο χώρες ταυτόχρονα. Αυτό λοιπόν έχει σταματήσει και μάλιστα ξαφνικά. Είναι μια πολύ δύσκολη αλλαγή στη ζωή των περισσοτέρων. Στην αρχή ήταν πιο εύκολα, γιατί η Ελλάδα τα πήγαινε καλά με τον κορωνοϊό και λέγαμε τουλάχιστον είναι καλά οι δικοί μας. Μετά από λίγο καιρό είχε κι αυτή την ανησυχία της…».
Οι αλλαγές ήταν ξαφνικές, απότομες και σημαντικές. Όπως λέει ο ίδιος, «τελευταία φορά είχα έρθει στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του ’19 για ένα συνέδριο, αλλά έμεινα αρκετά και σχεδίαζα να ξανάρθω το καλοκαίρι του ΄20, αλλά ήρθε ο κορωνοϊός και άλλαξαν όλα και μάλιστα πολύ απότομα. Ακόμη και τώρα δεν το βλέπω να μπορέσω να έρθω το καλοκαίρι. Είχα την ελπίδα πως θα καταφέρω να έρθω φέτος, ακόμη και με την πανδημία, αλλά δεν το βλέπω να γίνεται».
Σημαντικό χτύπημα από την πανδημία ήταν τα ταξίδια σύμφωνα με τον κ. Γκολντ. «Δεν μπορούμε να φύγουμε από τη χώρα. Δεν είναι μόνο ότι φοβάσαι να ταξιδέψεις. Υπάρχει και το θέμα ότι έχουν κλείσει τα σύνορα. Για να φύγεις πρέπει να έχεις ειδικό λόγο. Επίσης, ακόμη κι αν φύγεις, μετά δεν μπορείς να ξαναμπείς εύκολα. Υπάρχουν 20.000 Αυστραλοί που έχουν εγκλωβιστεί σε άλλες χώρες και δεν μπορούν να γυρίσουν, όπως για παράδειγμα τώρα στην Ινδία. Με το τελευταίο κύμα του κορωνοϊού για 9.000 Αυστραλούς έχουν σταματήσει οι πτήσεις».
Μέγιστη σημασία για τον ίδιο έχουν οι αλλαγές στις κοινωνικές συμπεριφορές. «Έχει αλλάξει ο κόσμος μας γενικότερα. Στην Αυστραλία το βλέπουμε με δύο τρόπους. Καταρχάς, ως Αυστραλός πολίτης, βλέπεις την οικονομία να βρίσκεται σε φάση… ζόμπι. Κινείται η οικονομία επειδή η κυβέρνηση δίνει πάρα πολλά επιδόματα, μεγάλη βοήθεια στη μορφή επιδοτήσεων τύπου ΕΣΠΑ ή με το να αναθέτει έργα κυβερνητικά σε μικρές ή μεγάλες εταιρίες. Αυτό το κάνει πάρα πολύ καλά η κυβέρνηση της Αυστραλίας, αλλά ταυτόχρονα αυτό δεν σημαίνει πως και οι εταιρίες είναι υγιείς, γιατί όλοι ξέρουν πως αυτά δεν είναι κανονικά έργα, δεν είναι κανονική εισροή».
Συνέβησαν και πράγματα πρωτόγνωρα. «Αναφορικά με την κίνηση μεταξύ των πόλεων και των πολιτειών, γιατί εδώ είμαστε ομοσπονδία, είχαμε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια -200 περίπου- κλείσιμο των συνόρων μεταξύ των πολιτειών. Κι αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για τους περισσοτέρους».
“Τελευταία φορά φόρεσα μάσκα πριν από δύο μήνες… αλλά είμαστε πάντα alert”
Πάντως τα πράγματα έχουν αλλάξει σταδιακά και η κατάσταση έχει καλυτερεύσει. Όπως λέει, «μετά τον πρώτο χρόνο η Αυστραλία έχει καταφέρει να μην έχει κορωνoϊό. Είμαστε στο μηδέν ουσιαστικά. Τα μόνα κρούσματα που έχουμε είναι αυτά που έρχονται από το εξωτερικό. Και γι΄ αυτόν τον λόγο λειτουργούν τα caradine hotels, δηλ. τα ξενοδοχεία καραντίνας, όταν έρχεται δηλαδή κάποιος από το εξωτερικό, πρέπει να παραμείνει σε καραντίνα».
Τον ρωτήσαμε εάν η ζωή έχει επιστρέψει στην κανονικότητα και απάντησε: «Αν και η ζωή έχει επιστρέψει σχεδόν στους κανονικούς ρυθμούς, συναισθηματικά ο κόσμος έχει αλλάξει. Αν κι έχουν ανοίξει τα σύνορα, αν και γίνονται οι πτήσεις. Είμαστε πολύ πιο επιφυλακτικοί στις κοινωνικές επαφές, οι οποίες είναι πλέον διαφορετικές. Υπάρχει φοβία, οι τάσεις είναι διαφορετικές. Ο κόσμος έχει λεφτά να ξοδέψει, αλλά κρατά όσο πιο πολλά χρήματα μπορεί για το ενδεχόμενο εάν γίνει κάποιο lockdown αύριο ή μεθαύριο να μπορέσεις να συντηρηθείς – αυτό το βλέπουμε στις επιχειρήσεις. Αυτή η οικονομική ανασφάλεια έχει να κάνει και με το πώς ο κόσμος αντιδρά. Η ψυχολογική αλλαγή είναι σημαντική. Έτσι νιώθουμε ότι είμαστε κάπως ελεύθεροι, αλλά προετοιμασμένοι και με τη μάσκα πάντα στην τσέπη…».
«Δεν φοράμε μάσκες πλέον γιατί δεν υπάρχει μετάδοση στην κοινότητα. Όταν σημειωθεί ή παρατηρηθεί διασπορά, εμφάνιση του κορωνοϊού, τότε απευθείας η κυβέρνηση ορίζει πού και πότε πρέπει να φοράς μάσκα, εάν πρέπει να βγαίνεις από το σπίτι, εάν μπορείς να ταξιδέψεις».
Πότε φόρεσε τελευταία φορά μάσκα; «Πριν από δύο μήνες! Πάντως με τη μάσκα αισθάνεσαι μια ασφάλεια με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, παρόλο που πολύς κόσμος δεν τα χρησιμοποιεί ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Όταν είσαι όμως Ελληνοαυστραλός ή Τουρκοαυστραλός ή Ισπανοαυστραλός ή οτιδήποτε άλλο και οι γονείς σου για παράδειγμα είναι εκτός Αυστραλίας, όσο καλά και να πάει το κομμάτι της Αυστραλίας, δεν μπορεί να αισθάνεσαι καλά, αφού δεν είναι καλά η οικογένειά σου, οι φίλοι σου, η πατρίδα σου. Ή τέλος πάντων δεν μπορείς να πας στην οικογένειά σου, στους φίλους σου».
Οι εμβολιασμοί
Aναφορικά με το εμβολιαστικό πρόγραμμα ο κ. Γκολντ καταθέτει τη δική του άποψη: «Υπήρξε καθυστέρηση στην ανάπτυξη της εμβολιαστικής διαχείρισης, δεν ξέρουμε τον ακριβή λόγο, εάν πραγματικά υπήρξε κυβερνητική ολιγωρία. Υπήρξε ένα πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού με μεγάλες ποσότητες του εμβολίου της Astra Ζeneca κι ένα μικρότερο μέρος με εμβόλια της Pfizer για τον εμβολιασμό των υγειονομικών στην πρώτη γραμμή και των ομάδων υψηλού κινδύνου. Καθυστέρησαν να έρθουν οι ποσότητες της Astra Ζeneca, λέγανε πως η Ευρώπη δεν επιτρέπει να έρθει το εμβόλιο στην Αυστραλία ή κόλλησε η παραγωγή, κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η αλήθεια… Και μετά από αυτό ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας ανακοίνωσε την απόφαση να αλλάξει η πολιτική εμβολιασμού, λόγω των ανακοινώσεων για θρομβώσεις, έτσι ώστε να εμβολιαστούν οι περισσότεροι Αυστραλοί πολίτες με το εμβόλιο της Pfizer και οι άνω των 60 ετών με Astra Ζeneca, εκτός κάποιων ειδικών κατηγοριών. Εδώ και ενάμιση μήνα ξεκίνησε ο εμβολιασμός, με αρκετές εβδομάδες καθυστέρηση και αν και φαίνεται πως λειτουργεί το σύστημα, ο κόσμος τηρεί στάση αναμονής σκεπτόμενος ότι δεν υπάρχει μετάδοση του κορωνοϊού στην κοινότητα. Αυτό βέβαια δημιουργεί άλλα ζητήματα, όπως με τις μεταλλάξεις. Η σειρά μου δεν έχει έρθει ακόμα για να εμβολιαστώ, είμαι 45 χρονών, αλλά εκτιμώ πως θα γίνει τον Αύγουστο».
Σημαντικό κεφάλαιο για την άποψη του κ. Γκολντ έπαιξε και η ενημέρωση για την πανδημία κι εδώ σημειώνονται κάποιες σημαντικές ιδιαιτερότητες. «Οι εθνικές μειονότητες, ανάμεσα σε αυτές και η ελληνική, εδώ στην Αυστραλία έχουν διαφορετικούς τρόπους στο πώς ενημερώνονται. Έτσι πολλές φορές επικράτησαν και απόψεις περί συνωμοσιολογίας -ντράπηκα αρκετές φορές γι΄αυτό- υπήρχαν πολλοί αρνητές του κορωνοϊού. Παρόλο που καθημερινά έβγαιναν κυβερνήτες και μέσα ακόμη κι από τα social media μιλούσαν για την κατάσταση της πανδημίας, διαπιστώνεται πως όσοι μετανάστες δεν γνωρίζουν πολύ καλά αγγλικά στρέφονταν σε άλλες μορφές ενημέρωσης και πολλές φορές παραπληροφόρησης. Στο πέρασμα του χρόνου όμως κι ενώ πλήθαιναν τα θύματα από την πανδημία, βλέπαμε να μειώνονται και τα ποσοστά των αρνητών».
Τι λέει σχετικά με το σύστημα υγείας; «Έχουμε αρκετά καλό σύστημα υγείας, το οποίο όμως δεν είναι υπό την αιγίδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά των πολιτειακών κυβερνήσεων, οπότε δεν είχε τη συνοχή να αντιμετωπιστεί ενιαία. Έτσι για παράδειγμα άλλες δομές είχε η Νέα Νότια Ουαλία, που έχει πρωτεύουσα το Σίδνεϊ, από ό,τι είχε η Βικτώρια. Όμως η Νέα Νότια Ουαλία είχε καλές δομές στην ιχνηλάτηση λόγω της εμπειρίας του sars, οπότε μπόρεσε πολύ καλύτερα να ελέγξει την πανδημία. Ενώ η Μελβούρνη δεν είχε αυτές τις δομές και σε συνδυασμό με κάποια κυβερνητικά λάθη που έγιναν στα ξενοδοχεία καραντίνας, παρουσιάστηκε ένα τρομερό κύμα τον περσινό Μάϊο, ‘πέρασε’ και στα γηροκομεία και η Μελβούρνη οδηγήθηκε σε ένα πάρα πολύ σκληρό lockdown για περίπου τέσσερις μήνες. Κατάφερε όμως από τα 3.000 κρούσματα την ημέρα να πέσει στο μηδέν…. Σκεφτείτε πως 5 εκατ. κατοικούν στη Μελβούρνη, με τους Έλληνες να ξεπερνούν τις 300.000».
Γενικώς πάντως, σύμφωνα με τον κ. Γκολντ, «στην Αυστραλία, εδώ και 6 μήνες δείχνουν άμεσα αντανακλαστικά. Ακόμη και με 2 ή 3 κρούσματα, εφόσον δεν είναι εφικτή η ιχνηλάτηση, μια Πολιτεία κλείνει για 4-5 ημέρες για να προφυλαχτεί και το σύστημα. Είμαστε σε συνεχές alert, παρόλο που δεν υπάρχει περιορισμός στην κυκλοφορία και η εστίαση λειτουργεί κανονικά. Βάζουμε από μόνοι μας τους περιορισμούς μας και τα μέτρα προστασίας είναι μια προσωπική ευθύνη. Σκεφτείτε πως γενικά οι Αυστραλοί είναι τυπικοί. Ήμασταν λίγο τυχεροί, αφού η Αυστραλία είναι νησί δεν είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο δεν μας αφήνει ανεπηρέαστους».
Πηγή: voria.gr