Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Όσοι προτίμησαν να κλείσουν το κυριακάτικο βράδυ τους με προβολή Εθνικής, θα είχαν ακριβώς την ίδια απορία: ήμασταν συνηθισμένοι στην ανιαρή εικόνα της Εθνικής, αυτό ήταν δεδομένο. Όμως, το να επενδύεις ένα δίωρο σε αγώνα ποδοσφαίρου και να σε ανταμείβει όλο κι όλο με δύο ευκαιρίες – τα δύο γκολ δηλαδή – πάει πολύ. Είχαμε συμβιβαστεί με την ακαταλληλότητα, αλλά και τις χαμηλές προσδοκίες του Έλληνα ποδοσφαιριστή, αλλά ένας ολόκληρος αγώνας να κυλήσει έτσι, αποτελεί προσβολή όχι τόσο για εμάς τους θεατές, αλλά για τους ίδιους τους εαυτούς των 22 αθλητών στον αγωνιστικό χώρο.
Πως να χωρέσει στο νου πως από πλευράς δύο ομάδων απουσίαζε μία ολοκληρωμένη συνεργασία. Η Εθνική μας εξ αρχής απέβλεπε στην εύκολη λύση. Η μπάλα στα πόδια του Μπακασέτα για την τελική και ψηλή τεχνική… γιόμα στον Δουβίκα, ο οποίος έτρεξε σε κάθε σημείο του γηπέδου για ανώφελα γεμίσματα. Μονάχα στη κάθετη τροφοδοσία και στη μοναδική φορά, κατόρθωσε η ομάδα να εκμεταλλευτεί την ταχύτητα του νεαρού της Ουτρέχτη, αλλά και τη σοβαρότητά του στο τελείωμα της φάσης. Οι Έλληνες παίκτες αναλώθηκαν σε ένα αργόσυρτο ποδόσφαιρο, πεπαλαιωμένο δίχως ταχύτητα και με σοβαρή έλλειψη αποφασιστικότητας να προωθηθούν στο στρατόπεδο των αντιπάλων. Σε καμία περίπτωση δεν δύνατο να γίνουν απειλητικοί, με κάποιες κάθετες και άμεσες πάσες ή έστω μία ατομική ικανότητα κάποιου που ούτε καν δοκιμάστηκε μάλιστα στο χόρτο (!).
Εντοπίζοντας την απουσία αξίας
Η Εθνική μας ομάδα απέναντι σε έναν ανύπαρκτο αντίπαλο προσπαθούσε να φυλάξει τη μπάλα στη κατοχή δίνοντάς την από πόδι σε πόδι μονάχα ανάμεσα στη πεντάδα αμυντικών, τον Βλαχοδήμο και τους δύο πιο οπισθοχωρημένους χαφ από τους τρεις. Με μοναδικό σκοπό να μη χαθεί η μπάλα, αλλά και να μην υπάρξει ρίσκο για κάποια υποτυπώδη ανάπτυξη. Αρκετές φορές η μπάλα κατέληγε στον Τζαβέλα για ένα απελπιστικό διώξιμο στη πλάγια αριστερή γραμμή. Μία διακριτή αδυναμία όλου του συνόλου να ανταποκριθεί έστω στα βασικά του αθλήματος. Συνεπώς, μία ομάδα για να χαρακτηρίζεται ως άξια απλώνει τη κατοχή της και στο αμέσως έδαφος μετά το ημικύκλιο, πράγμα που για την Εθνική του σήμερα απουσιάζει κι αυτό.
Η παραμονή της – και μόνο – μπροστά στη δική της «γειτονιά» μόνο αδυναμία εκφράζει, αλλά συγχρόνως ένα μαρτυρικό παιχνίδι με το χρονόμετρο. Μήπως δηλαδή και η κάλυψη των απαιτούμενων λεπτών μας βγάλει στα χέρια ένα θετικό αποτέλεσμα, ακόμη και μία ισοπαλία. Αν και η χθεσινή ανιαρή εικόνα της Εθνικής και το αξιοθρήνητο ποδόσφαιρό της δεν μετριάζεται με κανέναν πόντο ή πόντους. Ποιον βαθμό στη τελική, από τη στιγμή που με τρεις συνολικά είμαστε ήδη εκτός διοργάνωσης θριαμβευτικά.
Η εσφαλμένη συνύπαρξη των Τσιμίκα – Γιαννούλη
Στο πρώτο μέρος ήταν φανερό το σχήμα της Εθνικής, 5-3-2 κυρίως, αλλά με τον Γιαννούλη να έρχεται δίπλα στους Τζαβέλα, Μαυροπάνο και ο Τσιμίκας να αναλαμβάνει τον ρόλο καθ’ αυτού του αριστερού μπακ. Μπορεί ως ιδέα η συνύπαρξη των δύο φουλ μπακ να ήταν λογική και εύστοχη σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά στη πράξη αγνοείται η καθοδήγηση και η μίξη των στοιχείων αυτών των δύο ταλαντούχων παιδιών. Ίσως στο παρόν ζήτημα ευθύνεται ο Φαν Σιπ, όπως και το σύστημα του αμυντικού προσανατολισμού που ουσιαστικά περιόρισε κατά πολύ τον Γιαννούλη σε προτερήματα, αλλά άφησε εξίσου μόνο τον Τσιμίκα δίχως μάλιστα κάποιον ικανό επιθετικό στη πλευρά του. Ελάχιστες οι βοήθειες του Παυλίδη, μηδαμινή επικοινωνία με τον Τσιμίκα και αναγκαστικά ερχόταν τοποθετημένος δίπλα στο Δουβίκα.
Η πραγματική τους προσφορά, αλλά και η αξιολόγηση της συνύπαρξης τους χρειάζεται να πραγματοποιηθεί με βάση τις οικείες τους θέσεις, το προτιμητέο για τα χαρακτηριστικά τους σχήμα. Και οι δύο τα πηγαίνουν περίφημα στο 4-3-3, αλλά και ο Γιαννούλης αντίστοιχα στο 5-3-2, αλλά μόνο ως αριστερό μπακ.
Η μία γενιά μετά την άλλη ακόμη πιο «γυμνή»
Σίγουρα θα ήταν πρέπον να ασκηθεί κριτική και στον Ολλανδό τεχνικό, αλλά προκύπτει μία δυσάρεστη αλήθεια για τους Έλληνες και το δικό μας εγχώριο προϊόν. Συγκεκριμένα, πριν χρόνια στη γενιά των Μήτρογλου, Νίνη, Φετφατζίδη κλπ. χάσαμε εύκολα την κάθε ελπίδα για διατήρηση και ανάδειξη ακολούθως νέων μονάδων στην ήδη τότε πετυχημένη εθνική των Ρεχάγκελ και Σάντος. Έπειτα, ήλθαν και άλλοι νεαροί παίκτες σε κοντινή ηλικία, όπως οι Μάνταλος, Φορτούνης κλπ., αλλά και αυτή η γενιά με τη σειρά της, περνά σιγά σιγά απαρατήρητη και αρκετά μακριά από σύντομες ή μη επιτυχίες.
Η καταραμένη κληρονομιά των πρωταθλητών Ευρώπης όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύεται με κάποια σεβαστή απόδοση και αξία, αλλά απουσιάζει παντελώς η σπίθα νέων παιδιών που θα αναδείξουν πρωτίστως το δικό τους ταλέντο, τη δική τους πορεία. Και οι αθλητές του Euro δεν διέθεταν κάποιον ιδιαίτερο τρόπο που προσέγγιζαν το άθλημα, αλλά άρχιζαν όλοι τους από μία βάση για τα απαραίτητα βήματα στο ποδόσφαιρο. Πλέον στους τωρινούς παίκτες λείπουν όλα τα στοιχεία για μία σύγχρονη εικόνα αθλητή. Ποιότητα αναζητείται, αλλά κι ως αθλητής ο Έλληνας ποδοσφαιριστής απέχει αισθητά. Αυτό το σκοτεινό σενάριο λοιπόν, δίχως φως σε νέα μελλοντικά παιδιά με προσδοκίες μας οδηγούν να γυρίσουμε τη πλάτη σε οποιαδήποτε προσπάθεια της Εθνικής. Μία αποστροφή που θα ρίξει στο λήθαργο μία και καλή στη συζήτηση περί Εθνικού ποδοσφαιρικού τμήματος.
Αναδημοσιευμένο από το Georgiouclub.gr