Don’t Look Up: Το επίκαιρο «διαμάντι» του Netflix που λάμπει λιγότερο από κοντά

Το Don’t Look Up στηλιτεύει ανελέητα τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες που ταλανίζουν μια πλανητική κοινωνία σε πλήρη σύγχυση, σε συνδυασμό με το λαμπερό της καστ

Τα πάντα στη ζωή είναι θέμα συγχρονισμού και το Don’t Look Up σίγουρα πρέπει να ευλογεί τα γένια του για ένα timing σχεδόν θεόσταλτο: ένα σενάριο που γράφτηκε με σκοπό να σχολιάσει δηκτικά τη διαχρονική αδιαφορία για ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης κατέληξε να συσχετιστεί άμεσα με το κύμα δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη την εποχή του κορωνοϊού.

Γενικότερα μιλώντας, η ταινία του Άνταμ ΜακΚέι (η οποία πέρασε και δεν ακούμπησε στα σινεμά, αλλά έγινε social media sensation με το που κυκλοφόρησε στο Netflix) βρίσκει αναμενόμενη και εύλογη απήχηση σε ένα ευρύτατο κοινό, με κυριότερο γαλόνι ότι στηλιτεύει ανελέητα τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες που ταλανίζουν μια πλανητική κοινωνία σε πλήρη σύγχυση, σε συνδυασμό με το λαμπερό της καστ.

Στην πραγματικότητα, πάντως, το Don’t Look Up φτιάχνει ένα κοκτέιλ που περιλαμβάνει τόσο την τωρινή παντοκρατορία των social media bubbles όσο και την 90s μεταφυσική ισχύ της τηλεόρασης, σε μια μίξη μάλλον ατημέλητη, η οποία περνά στα ψιλά χάρη στο παράσημο της «καταγγελίας αυτών που όλοι ξέρουμε, αλλά κανείς δεν λέει φωναχτά». Πιάνοντας την ακριβώς προηγούμενη φράση από το τέλος προς την αρχή, το Don’t Look Up είναι όντως φωνακλάδικο και κάθε άλλο παρά βραδυφλεγές, περίπου σαν τις κραυγές του (δυστυχώς) «μονοκόμματου» χαρακτήρα που υποδύεται η Τζένιφερ Λόρενς.

photo_8.jpg

Μέσα από μια μάλλον βιαστική και ελαφρώς αμήχανη εισαγωγή, η ταινία μας εισάγει φόρα-παρτίδα σε ένα σύμπαν και σε μια συνθήκη που μοιάζουν να έχουν γεννηθεί αυτοστιγμεί για να εξυπηρετήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό. Καβαλώντας -έστω και από σύμπτωση- το κλίμα της εποχής, το Don’t Look Up εισπράττει το κομπλιμέντο ότι βάζει τους «αρνητές της πραγματικότητας» στη θέση τους. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, αυτό συμβαίνει κατά βάση από σπόντα και μονάχα σε ένα επιφανειακό (αλλά καθόλα ευχάριστο, φυσικά) επίπεδο.

Ο Άνταμ ΜακΚέι εκ πρώτης όψεως επιστρέφει στο είδος και στο στυλ που τον έκαναν διάσημο (όπως το όντως πολύ αστείο Anchorman), τη σατιρική ξέφρενη κωμωδία, αλλά μάλλον παραμένει στα ίδια μονοπάτια που σεργιάνισε στις δύο τελευταίες του ταινίες και ιδίως στο Vice. Η φωνή διαμαρτυρίας ακούγεται στη διαπασών, αλλά η ερμηνεία για τα δεινά που μας περιβάλλουν (ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, που περιβάλλουν τις ΗΠΑ) περιχαρακώνεται σε μια αντίληψη μάλλον ελιτίστικη και περιοριστικά στρατευμένη. Κι αυτό διότι ο ΜακΚέι στριμώχνει οτιδήποτε δεν πληροί το προφίλ, τα στάνταρ και τα κριτήρια του liberal ψηφοφόρου των Δημοκρατικών σε έναν ετερόκλητο χυλό, που χωρά τα πάντα και τους πάντες: από τη redneck Αμερική έως τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τις οικονομικές ελίτ και τη λαίλαπα του Τραμπισμού.

Φυσικά, ο ελιτισμός του ΜακΚέι καμουφλάρεται όχι επειδή πασχίζει ο ίδιος να τον κρύψει, αλλά επειδή καταπιάνεται με τόσα πολλά ζητήματα που αναπόφευκτα η προσοχή μας στρέφεται αλλού. Εξυπακούεται, φυσικά, πως μέσα στον καταιγισμό των θεμάτων που θίγονται, η ταινία βρίσκει ανά στιγμές στόχο. Στην εποχή της ατελείωτης πληροφορίας, η πολυδιάσπαση προσοχής του θεατή-αναγνώστη-ακροατή όντως εκτινάσσεται σε επίπεδα που δεν είχαμε καν διανοηθεί στο παρελθόν.

Κατά βάση, δεν είναι η αδυναμία μας να ακούσουμε οτιδήποτε δυσάρεστο που δρομολογεί την αδιαφορία απέναντι σε βαρυσήμαντες ειδήσεις (όπως υποστηρίζει η ταινία), αλλά ο εξοστρακισμός της κάθε είδησης και του κάθε γεγονότος σε μια χωματερή από ονόματα, χρώματα, επικεφαλίδες, κλικ, σχόλια, καρδούλες, αντιδράσεις, βιντεάκια, σε μια ατελείωτη αναπαραγωγή που στο τέλος μετατρέπει την αρχική -και πιθανώς σημαντική- πληροφορία σε φρουτόκρεμα.

Στην εποχή μας, το χρονικό βεληνεκές της κάθε είδησης διαστέλλεται και συστέλλεται μανιασμένα, σε μια αντίφαση που ελαχιστοποιεί την οποιαδήποτε ανάλυση και μεγιστοποιεί την επαγωγική φλυαρία. Σε μια συνθήκη σαν κι αυτή, λοιπόν, ακόμη και το τέλος του κόσμου μπορεί να απασχολήσει πολύ λιγότερο κόσμο και για πολύ λιγότερο χρόνο σε σύγκριση με έναν showbiz χωρισμό.

Κάπως έτσι, το Don’t Look Up χτίζει μια πρώτη βάση για την απήχησή του μέσα από μια διασκεδαστική απόκλιση από το μοτίβο των disaster movies: η κλεψύδρα μετρά μεν αντίστροφα για την καταστροφή, αλλά η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει το επερχόμενο τέλος με κάθε άλλο συναίσθημα (αδιαφορία, χαβαλέ, άρνηση, ληστρική εκμετάλλευση) παρά τον αυτονόητο πανικό.

Κατά τα λοιπά, ο πιο βασικός εύστοχος πυλώνας της ταινίας, όσον αφορά το σατιρικό σκέλος, περιστρέφεται γύρω από την περσόνα που υποδύεται ο Μαρκ Ράιλανς: ένα υβρίδιο Ίλον Μασκ και Στιβ Τζομπς (αν και φαντάζομαι πως ο σαρκασμός του ΜακΚέι στοχεύει ίσως αποκλειστικά στον πρώτο, καθώς ο δεύτερος θεωρείται ακόμη ιερή αγελάδα) με φωνή τόσο μειλίχια και βελούδινη που μπορεί να σε φέρει στα όρια της τρέλας. Ένας corporate τυχοδιώκτης, στον οποίο ανήκουν -στην κυριολεξία- τα πάντα, καθώς η ικανότητα να ποδηγετεί την πολιτική ηγεσία είναι μάλλον ο μικρότερος άσσος στο μανίκι του. Στον ήρωα που ενσαρκώνει ο Ράιλανς ανήκουν το παρελθόν μας και το μέλλον μας, το ριζικό και οι τύχες ολόκληρου του κόσμου.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στον ελιτισμό του ΜακΚέι, ο οποίος αποτυπώνεται ξάστερα σε διάφορες ατάκες του Τζόνα Χιλ, που υποδύεται ένα επιτελικό στέλεχος του Οβάλ Γραφείου με ανύπαρκτες αρμοδιότητες, φυτευτό από την Πρόεδρο μαμά του (περισσότερα λίγο πιο κάτω για την προεδρική φιγούρα). Η διαστρωμάτωση του εκλογικού σώματος των ΗΠΑ σύμφωνα με τη λογική της ταινίας αποκρυσταλλώνεται σε μια ανισοβαρή πυραμίδα.

photo_2.png

Στο πρώτο στρώμα συναντούμε έναν συρφετό από αμόρφωτους αναξιοπαθούντες, που χειραγωγούνται επαρκώς ώστε να φέρνουν στην εξουσία εκτρώματα σαν την ζάπλουτη, ξιπασμένη και εξουσιομανή Πρόεδρο που ενσαρκώνει η Μέριλ Στριπ, σε μια καρτουνίστικη περσόνα που παραπέμπει εξόφθαλμα στον απελθόντα Ντόναλντ Τραμπ. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο ΜακΚέι δεν στοχεύει τόσο στο να αναδείξει τη δομική αδυναμία της αμερικανικής πολιτικής σκηνής ή να καταδείξει την αλληλεξάρτηση πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αλλά να βροντοφωνάξει ότι Αμερικανοί ψηφοφόροι παίρνουν λανθασμένες αποφάσεις.

photo_7.jpg

Το ενδιάμεσο στρώμα σε αυτή την ιδιόμορφη πυραμίδα, στο οποίο ο ΜακΚέι τοποθετεί (αρκετά αυτάρεσκα) και τον εαυτό του, είναι οι Μοϊκανοί της λογικής και της σύνεσης, τα θύματα της ανίερης συμμαχίας ανάμεσα στους λούμπεν πληβείους και στους ανήθικους προύχοντες. Παραλείποντας τα ευκόλως εννοούμενα (ο Τραμπ ήταν προφανώς μια θλιβερή και αναίσχυντη παρωδία Προέδρου, ενώ το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής προφανώς και κρύβει αδιανόητα σκοτάδια) ας μας επιτραπεί το σχόλιο ότι η κατάσταση είναι ελαφρώς πιο πολύπλοκη και σύνθετη. Και σίγουρα έτη φωτός μακριά από την Democrat αγιογραφία στην οποία καταφεύγει σταθερά ο ΜακΚέι, με απόλυτη κορωνίδα το -επιεικώς απαράδεκτο- καταληκτικό πλάνο του Vice.

Για να το θέσουμε αλλιώς, το να κοροϊδεύεις νέτα-σκέτα τους οπαδούς του Τραμπ σε μια πολιτική σάτιρα είναι σαν να κλέβεις εκκλησία και να αυτοανακηρύσσεσαι Αρσέν Λουπέν. Διόλου τυχαία, το πιο χαμηλόφωνο και διακριτικό εύρημα αποδεικνύεται και το πιο εύστοχο: τα σνακ που κοστίζουν μια περιουσία στους απλούς πολίτες στον Λευκό Οίκο, ενώ στην πραγματικότητα είναι απολύτως δωρεάν, λένε πολλά περισσότερα από τις ατελείωτες και πέρα για πέρα προφανείς πολιτικές σπόντες.

Φυσικά, όπως προείπαμε, το Don’t Look Up βλέπεται απνευστί, ιδίως στις στιγμές που βρίσκει κωμικό ρυθμό. Την ίδια στιγμή, όμως, καιροφυλακτεί σε δεύτερο επίπεδο η υπόνοια ότι μας καλεί να το αντιμετωπίσουμε με μια σοβαρότητα που εντέλει εκπίπτει στη σοβαροφάνεια. Το αληθινά ενδιαφέρον, πάντως, εντοπίζεται στο ότι η ταινία δεν αποφεύγει τις παγίδες για τις οποίες μας προειδοποιεί με τόσο στόμφο: πάσχει από ελλειμματική προσοχή, βιάζεται να τα πει όλα μονομιάς, και αρκείται στις επικεφαλίδες που τραβάνε το βλέμμα και την προσοχή. Περίπου σαν τη φούσκα των social media, δηλαδή, που μας εξοστρακίζει από την αληθινή ζωή.

Σχεδόν αναπόφευκτα, λοιπόν, η ταινία δεν μπαίνει σε ιδιαίτερο κόπο να εξερευνήσει σε βάθος τους χαρακτήρες της. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί ότι ένα καστ που αποτελείται από τόσο «καλογυμνασμένους» ηθοποιούς είναι σε θέση να χαρίσει σκόρπιες στιγμές μικρής απόλαυσης, με πρώτο και καλύτερο τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος αντεπεξέρχεται σε έναν ρόλο που πανεύκολα θα κατέληγε σε φαλκονέρα με έναν ηθοποιό μικρότερου διαμετρήματος.

Κάπως έτσι, όσο και αν φαντάζει οξύμωρο σε πρώτη ματιά, ο πιο «χειροπιαστός» χαρακτήρας -τουλάχιστον στο δικό μας τεφτέρι- δεν είναι άλλος από τον θρησκευόμενο vagabond που ενσαρκώνει ο Τιμοτέ Σαλαμέ στο φινάλε της ταινίας. Για να το θέσουμε πιο απλά, είναι ο μόνος χαρακτήρας που πυροδοτεί μια συναισθηματική επαφή, o μόνος χαρακτήρας που μας έκανε να νιώσουμε στην ταινία πως η Γη αξίζει όντως να σωθεί, καθότι μέχρι εκείνο το σημείο ο αφανισμός έμοιαζε με αυτοδίκαιη τιμωρία για την αγιάτρευτη ανθρώπινη βλακεία.

Παρεμπιπτόντως, ένα από τα κυριότερα παράσημα που αποδόθηκε στο Don’t Look Up (σε απόλυτη και ολίγον αντί-κινηματογραφική εναρμόνιση με την τρέχουσα επικαιρότητα) είναι ότι δικαιώνει την επιστήμη στη μάχη που δίνει απέναντι στην καθολική αποβλάκωση της κοινής γνώμης, η οποία αδυνατεί να αντισταθεί στον αλλοτριωμένο τρόπο ζωής και την άνωθεν πλύση εγκεφάλου.

Φυσικά, αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά θα παρατηρήσουμε ότι οι εκπρόσωποι της επιστήμης δεν απεικονίζονται με τα πιο φωτεινά χρώματα. Ο χαρακτήρας του Ντι Κάπριο υποκύπτει στους πιο προφανείς και εύκολους πειρασμούς, ο χαρακτήρας της Λόρενς μοιάζει να πελαγοδρομεί ανάμεσα σε τσιρίδες και ξεσπάσματα, ενώ συνολικά μιλώντας η επιστήμη δεν παρουσιάζεται ποτέ ως συμπαγής έννοια-κοινότητα-αντίληψη ζωής. Μάλιστα, για κερασάκι στην τούρτα, η επιστήμη βρίσκει ύστατο καταφύγιο στην προσευχή, καθώς κοντοζυγώνει το τέλος.

Συμπερασματικά, το Don’t Look Up, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, υπάγεται στην κατηγορία του crowd pleaser ευρείας κλίμακας, που συνοδεύεται από μια γαρνιτούρα στοχευμένης ευαισθησίας. Κανένα πρόβλημα και καμία ένσταση, εκτός από την αίσθηση ότι η γαρνιτούρα καταλήγει να γίνεται αντιληπτή ως χορταστικό κυρίως πιάτο.

photo_5.jpeg

Σκηνοθεσία: Άνταμ ΜακΚέι

Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Μέριλ Στριπ, Κέιτ Μπλάνσετ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Τζόνα Χιλ

Διάρκεια: 138’

Πηγή: typosthes.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial