Στη Βόρεια Ελλάδα το πλήγμα είναι μεγάλο, επειδή πανεπιστημιακό ίδρυμα -ή έστω τμήμα- υπάρχει σε κάθε πόλη της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου.
Όταν από τα μέσα της δεκαετία του 1980 και για 25 χρόνια –δηλαδή μέχρι την κρίση του 2010- ξεδιπλώθηκε το πρόγραμμα του ελληνικού κράτους με τον… ανεπίσημο τίτλο «κάθε πόλη πανεπιστήμιο, κάθε κωμόπολη ΤΕΙ και κάθε χωριό έστω κάποιο τμήμα» κανείς από τους υπεύθυνους εκείνης της περιόδου –και ήταν πολλοί, πρωθυπουργοί, υπουργοί, δήμαρχοι κ.λπ.- δεν είχε στο νου του την Παιδεία. Ο υποτιθέμενος… εκδημοκρατισμός της γνώσης επιχειρήθηκε με επιπόλαιο τρόπο και ολοκληρώθηκε με απόλυτη προχειρότητα τα τελευταία χρόνια, όταν τα ΤΕΙ μετεξελίχθηκαν και απέκτησαν status πανεπιστημίου εν μία νυκτί και με μία υπογραφή. Όποιοι, λοιπόν, τα σκέφτηκαν και όσοι τα υλοποίησαν είχαν στο μυαλό τους κατά βάσιν τα ακόλουθα πράγματα:
Πρώτον, την ανάγκη που θα προκύψει για υποδομές, δηλαδή για δημόσια κατασκευαστικά έργα.
Δεύτερον, τον πολλαπλασιασμό της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας, τόσο με κάποιους επαναπατρισμούς καθηγητών από το εξωτερικό –μία εξαιρετική ομολογουμένως ιδέα, η οποία κάηκε στην πράξη-, όσο και με αναβάθμιση επιστημόνων που πληρούσαν τα βασικά προσόντα.
Τρίτον και βασικότερο: την οικονομική τόνωση της ελληνικής περιφέρειας. Η παρουσία φοιτητών –και μάλιστα χιλιάδων- σε μικρές πόλεις σημαίνει πολύ απλά αύξηση του κύκλου εργασιών της τοπικής πιάτσας. Πολυκατοικίες με γκαρσονιέρες για τη στέγαση κτίστηκαν, εστιατόρια και μπαρ πολλαπλασιάστηκαν, ενώ πολλές άλλες επιχειρήσεις που εξυπηρετούν την καθημερινότητα κάθε ανθρώπου αναπτύχθηκαν. Οι τοπικές οικονομίες ανάσαναν, καθώς –ιδιαίτερα στην εποχή της ευμάρειας με δανεικά- οι περισσότεροι Έλληνες φοιτητές ζούσαν με άνεση. Ως γνωστόν η ελληνική οικογένεια θυσιάζει τα πάντα εάν πρόκειται να σπουδάσει το παιδί. Και καλά κάνει.
Κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα, που –εδώ που τα λέμε- δεν ήταν για όλους καλά. Διότι το παραμύθι έχει… δράκο. Σίγουρα ήταν καλά νέα για όσους βρήκαν τον τρόπο να εισπράττουν από αυτή την κατάσταση. Για τους άλλους, για όσους πίστευαν ότι σπουδάζουν σε αμφιβόλου αξιοπιστίας δομές, που επιπλέον σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις είχαν και απίθανους τίτλους –ειδικά κάποια… ξεχασμένα στη μέση του πουθενά τμήματα των ΤΕΙ- το όφελος εξαντλούνταν στις χαρές της φοιτητικής ζωής, μακριά από το πατρικό σπίτι. Ότι ακολούθησε και κυρίως η ανεργία των πτυχιούχων στη χώρα μας, έδειξε τη ματαιότητα του πράγματος. Προφανώς οι σπουδές, η καριέρα, η δουλειά για να βγαίνουν τα προς το ζειν είναι κάτι διαφορετικό, ίσως λίγο πιο πολύπλοκο.
Όλα αυτά που «πιστοποιήθηκαν» με νόμο το 2018, καθώς από τότε στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο πανεπιστήμια, ενώ κάποια ακόμη δεν πρόλαβαν στο τσακ να λειτουργήσουν και ανεστάλησαν –για παράδειγμα η Νομική Σχολή στην Πάτρα. Και μετά ήρθε ο κορωνοϊός για να ανατρέψει σχεδόν τα πάντα στην εκπαιδευτική διαδικασία, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου μαθήματα και εξετάσεις –πλην εργαστηρίων και κάθε είδους πρακτικής άσκησης- πραγματοποιούνται εξ’ αποστάσεως. Για λόγους που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία –και την υγεία γενικώς- πολλοί φοιτητές παραμένουν στα σπίτια τους, στους τόπους καταγωγής τους. Στις φοιτητουπόλεις σπίτια ξενοικιάζονται, χωρίς αντιστοίχως να νοικιάζονται από τους καινούργιους. Τα καφέ, τα μπαρ, τα εστιατόρια, τα σούπερ μάρκετ, τα κουρεία και όλα τα συναφή στερούνται του τζίρου που έκαναν οι φοιτητές. Οι οικονομικές απώλειες είναι μεγάλες, διότι οι φοιτητές στην ελληνική περιφέρεια είναι πολλές χιλιάδες.
Στη Βόρεια Ελλάδα το πλήγμα είναι μεγάλο, επειδή πανεπιστημιακό ίδρυμα -ή έστω τμήμα- υπάρχει σε κάθε πόλη της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου. Ακόμη και σε κάποια πόλη που ίσως να μην πηγαίνει το μυαλό μας υπάρχει. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι φοιτητές αποτελούν το 10% – 20% του πληθυσμού. Ακόμη και από την αγορά της Θεσσαλονίκης λείπουν οι φοιτητές και θα δούμε πότε θα εμφανιστούν. Η οικονομική αιμορραγία είναι μεγάλη. Στην Καβάλα –για παράδειγμα- ο τοπικός Εμπορικός Σύλλογος υπολογίζει τις απώλειες στην αγορά από την απουσία των φοιτητών στα 50 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Τεράστιο νούμερο για την τοπική οικονομία. Όσα έχασε, δηλαδή, η αγορά της Θεσσαλονίκης από την ματαίωση της Διεθνούς Εκθέσεως του Σεπτεμβρίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον αιώνα που διανύουμε –προφανώς και όσο θα υπάρχουν άνθρωποι στη Γη από εδώ και πέρα- κυριαρχεί η οικονομία της Γνώσης. Άρα –θεωρητικά τουλάχιστον- όσο περισσότερες εκπαιδευτικές δομές υπάρχουν σε μια χώρα, τόσο καλύτερο θα είναι το μέλλον. Μόνο που για να συμβεί αυτό χρειάζεται προγραμματισμός και σωστές επιλογές. Μπορεί –για παράδειγμα- κάποιος να σκεφτεί στα σοβαρά τι θα προσφέρει στην κοινωνία και στον καθένα ξεχωριστά μία ακόμη Νομική Σχολή στη χώρα; Για μία ακόμη φορά στη χώρα μας δυστυχώς η εργαλειοποίηση ενός κορυφαίου θεσμού, όπως είναι η τριτοβάθμια εκπαίδευση, οδηγεί σε προκάτ καταστάσεις, που επειδή «φυτεύτηκαν» χωρίς να έχουν ούτε παράδοση, ούτε ευελιξία, ούτε προσαρμοστικότητα, μπλοκάρουν ενώπιον του πρώτου σοβαρού προβλήματος, εν προκειμένω της πανδημίας.
ΥΓ. Τα πανεπιστήμια αντικατέστησαν μέχρι ενός σημείου στο ρόλο του οικονομικού αιμοδότη της ελληνικής περιφέρειας τα στρατόπεδα. Παλαιότερα –ενδεχομένως και σήμερα, αλλά σε μικρότερη έκταση- τα περισσότερα στρατόπεδα δεν βρίσκονταν στα σύνορα. Ούτε καν κοντά σε παραμεθόριες περιοχές. Βρίσκονταν στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στο Κιλκίς και σε πολλές άλλες… εμπόλεμες ζώνες. Ούτε στον Έβρο, ούτε στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ούτε στα Δωδεκάνησα. Όταν κάποια στιγμή το συγκεκριμένο σύστημα… ξεχείλωσε, επειδή κανείς δεν μπορούσε να υπερασπιστεί παράλογες επιλογές και ακατανόητες χωροθετήσεις, το κενό –και πολύ περισσότερο από αυτό το κενό- κάλυψαν τα πανεπιστήμια. Τους εξοδούχους στρατιώτες, αντικατέστησαν οι ξένοιαστοι φοιτητές.
ΥΓ2. Ο κορωνοϊός επιβάλλει πρακτικές που όλοι αντιλαμβάνονται ότι ήρθαν για να μείνουν. Όπως η τηλεκπαίδευση. Όταν ένα πανεπιστήμιο είναι διάσπαρτο σε αρκετά σημεία μιας ολόκληρης περιφέρειας και δεν προσφέρει στους φοιτητές και στους καθηγητές ούτε καν την ώσμωση του ενιαίου campus, το δέλεαρ για τους καλούς παύει να υπάρχει. Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια, υπάρχουν πρωτοετείς που έγραψαν όχι απλώς κάτω από τη βάση, αλλά κοντά στο μηδέν. Ούτε ότι υπάρχουν τμήματα που δεν προσελκύουν καν τον αριθμό των εισακτέων που τα ίδια έχουν καθορίσει.
ΥΓ3. Παλιό αλλά καλό. Το σήμερα γράφτηκε χθες. Και το αύριο έχει ήδη αρχίσει να γράφεται σήμερα…
ΥΓ4. Πριν από λίγες ημέρες μάθαμε ότι έξι ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται μέσα στα 900 πρώτα του κόσμου. Πρόκειται αναμφισβήτητα για είδηση που θα πρέπει να μας χαροποιεί ή να μας προβληματίζει;
Πηγή: voria.gr