Μετά το 1990 η χώρα μας πόνταρε πολλά στη βαλκανική προοπτική με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Μόνο που δεν έκανε τίποτα για να της βγει το ποντάρισμα…
Το πώς ακριβώς θα καταλήξει η υπόθεση του Νόβακ Τζόκοβιτς και το αν τελικά θα αγωνιστεί στου τουρνουά τένις της Αυστραλίας είναι, πλέον, μικρής σημασίας.
Αφορά τον ίδιο –την καριέρα και τους τραπεζικούς του λογαριασμούς-, τους αντιπάλους του και τους διοργανωτές του Αυστραλιανού Open, οι οποίοι προφανώς θέλουν στους αγώνες τους τον καλύτερο σήμερα τενίστα στον κόσμο. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία για όλους είναι όσα με αφορμή αυτή την υπόθεση αποκαλύφθηκαν ως μεθοδεύσεις, ως κινήσεις, ως παραλήψεις και τελικά ως νοοτροπία.
Κυρίως, όμως, ενδιαφέρει η συμπεριφορά ενός επίσημου κράτους, της Σερβίας, που ενώ θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή χώρα και επιδιώκει τη συμμετοχή της στην Ενωμένη Ευρώπη, ταυτίζεται με προσωπικά συμφέροντα, κάτι που επαναφέρει μνήμες από τα Βαλκάνια του 19ου αιώνα και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ανάμεσα στις χιλιάδες σοβαρές καθημερινές υποχρεώσεις τους ο πρόεδρος και η πρωθυπουργός της Σερβίας βρήκαν τον χρόνο και την ενέργεια να παρέμβουν προς την κυβέρνηση της Αυστραλίας για να βοηθήσουν τον δικό τους Νόβακ, σα να επρόκειτο για εθνικό ζήτημα.
Βέβαια, όταν άρχισαν οι παλινωδίες του πρωταθλητή, ο οποίος ή δεν νόσησε και πλαστογράφησε το τεστ για να έχει δικαίωμα να μετέχει στους αγώνες ανεμβολίαστος, ή νόησε, αλλά περιφρονώντας όλους τους νόμους και τους κανονισμούς συνέχισε να κυκλοφορεί σα να μη συμβαίνει τίποτα, η κ. Ανα Μπρνάμπιτς με δήλωσή της στο πρακτορείο Reuters επεσήμανε ότι για τα γεγονότα αυτά ο μεγάλος τενίστας θα κληθεί να λογοδοτήσει.
Βέβαια αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τη δήλωση θα διαπιστώσει ότι όλα τα εάν και εφόσον που χρησιμοποιεί είναι υπέρ του αθλητή. Σε κάθε περίπτωση όσοι γνωρίζουν τι συμβαίνει στο Βελιγράδι εκτιμούν ότι η πιθανότητα να λογοδοτήσει ο Νόλε επί Σερβικού εδάφους για το συγκεκριμένο θέμα είναι απειροελάχιστη και αν συμβεί θα αποτελέσει τεράστια έκπληξη.
Από τον Νόλε στο Λουξεμβούργο
Όλα αυτά συνιστούν «ψιλά γράμματα της ιστορίας», που όμως ακόμη κι αν δεν αποκαλύπτουν, πλήρως, την πραγματικότητα ανοίγουν ένα παράθυρο για να δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα.
Στα Βαλκάνια και ειδικότερα στα Δυτικά Βαλκάνια, που λόγω εγγύτητας αποτελούν ζωτικό χώρο για την Ελλάδα, ενώ για τη Θεσσαλονίκη είναι η γειτονιά της, η σύγχρονη ιστορία έχει φερθεί σκληρά. Μετά από πέντε δεκαετίες στην επιρροή της Μόσχας και του Πεκίνου κατά τον Ψυχρό Πόλεμοι οι εθνικισμοί επέστρεψαν στην περιοχή με τους καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους και τις διεθνείς στρατιωτικές παρεμβάσεις στη δεκαετία του 1990.
Έκτοτε λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στις οικονομίες και τις κοινωνίες της περιοχής, κάτι που ασφαλώς δεν πιστοποιείται μόνο από…παραπολιτικές υποθέσεις τύπου Τζόκοβιτς, οι οποίες, πάντως, δείχνουν πολλά, αλλά και από επίσημα έγγραφα. Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, δημοσιοποίησε την εκτίμηση ότι η πολιτική και οικονομική στήριξη των «27» για την ενθάρρυνση στο σεβασμό του κράτους δικαίου στα δυτικά Βαλκάνια είχε «μικρή επίδραση» και δεν προώθησε τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων το ευρωπαϊκό όργανο επισημαίνει ότι «παρά τις δεκαετίες πολιτικής υποστήριξης και οικονομικής βοήθειας της ΕΕ, θεμελιώδη προβλήματα συνεχίζουν να υφίστανται σε πολλές χώρες των δυτικών Βαλκανίων σχετικά με την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος, την καταπολέμηση της διαφθοράς (η οποία παραμένει ευρέως διαδεδομένη) και την ελευθερία της έκφρασης».
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι τα κενά που υπάρχουν υπονομεύουν την πορεία των χωρών της περιοχής που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο), καθώς οι προσπάθειες της Ένωσης, η οποία μεταξύ 2014 και 2020 κατέβαλε 700 εκατ. ευρώ για να συμβάλει σε μεταρρυθμίσεις, έχουν εξαιρετικά περιορισμένα αποτελέσματα.
Οι δράσεις που υποστηρίζονται από τους Ευρωπαίους «σπάνια είναι μακροπρόθεσμες», οι λύσεις για την ενίσχυση των τοπικών διοικήσεων «είναι πολύ σπάνιες και συχνά αναποτελεσματικές» και οι όροι που απαιτούνται από τις Βρυξέλλες για τη χορήγηση της χρηματοδότησής τους εφαρμόζονται «χωρίς συνέπεια», αναφέρουν οι ελεγκτές του Συνεδρίου.
«Η ΕΕ έκανε χρήση ελάχιστα της δυνατότητας αναστολής της βοήθειας εάν ένας δικαιούχος δεν σέβεται θεμελιώδεις αρχές όπως η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα”» υποστηρίζει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, παρατηρώντας παράλληλα ότι η υποστήριξη στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών «είναι ανεπαρκής και εστιασμένη βραχυπρόθεσμα».
Όλα αυτά οδηγούν τον υπεύθυνο για την έκθεση του Συνεδρίου Γιούχαν Πάρτς να συμπεραίνει ότι «η μέτρια πρόοδος που σημειώθηκε απειλεί τη βιωσιμότητα της στήριξης της ΕΕ στη διαδικασία ένταξης». Η αντίδραση της Κομισιόν απλώς επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς ο εκπρόσωπό της σχολίασε την έκθεση λέγοντας ότι «Στην περιοχή έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, αλλά είναι προφανές ότι μένουν ακόμη πολλά να γίνουν.
Απαιτούνται πρόσθετες προσπάθειες για να δημιουργηθεί μια πραγματική κουλτούρα κράτους δικαίου και μια ενισχυμένη πολιτική δέσμευση». Δε χρειάζεται να είναι κανείς δεινός κάτοχος της διπλωματικής γλώσσας και ειδικότερα της…διαλέκτου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αντιληφθεί την απογοήτευση όσων πιστεύουν ότι η ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων είναι αυτονόητη, δεδομένη και θα εξελιχθεί σε ορατό χρόνο.
Αργά για… δάκρυα
Για την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη οι εξελίξεις αυτές δεν είναι θετικές. Διότι παντού στον κόσμο οι χώρες επηρεάζονται από τη γειτονιά τους, καθώς η εγγύτητα επιβάλλει κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Μετά το 1990 η χώρα μας πόνταρε πολλά στη βαλκανική προοπτική με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.
Μόνο που δεν έκανε τίποτα για να της βγει το ποντάρισμα. Ούτε σχεδιασμός υπήρξε, ούτε δημιουργικές πρωτοβουλίες ελήφθησαν, ούτε στοχευμένες προσεγγίσεις πραγματοποιήθηκαν, ούτε γρήγορες και δυναμικές ενέργειες εκδηλώθηκαν. Σχεδόν τα πάντα παρέμειναν στη θεωρία, σχέδια επί χάρτου, ενώ οι ιδέες εξαντλήθηκαν στην επίκληση της ιστορίας και της γεωγραφίας. Η Ελλάδα δεν αξιοποίησε ποτέ τα πλεονεκτήματά που είχε ως η μοναδική χώρα της περιοχής που ανήκε στη Δύση και στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Δεν αποφάσισε ποτέ να μπει μπροστά για να στηρίξει τις άλλες βαλκανικές χώρες στη μετάβαση τους από τη μία πραγματικότητα στην άλλη, ούτε για να κερδίσει η ίδια τον ζωτικό χώρο που της στέρησε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Τώρα είναι μάλλον αργά για… δάκρυα, αφού οι εξελίξεις σε κάθε χώρα της περιοχής –ακόμη και στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία που είναι πλήρη μέλη της ΕΕ- έχουν πάρει το δρόμο τους, ενώ η Ελλάδα μετά το 2010 και τη χρεοκοπία πιέζεται πανταχόθεν, ενώ έχει απωλέσει δυνατότητες και επιρροή στην περιοχή.
Όσο για τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Β. Ελλάδα σε σχέση με τα Βαλκάνια αρκούνται στα γνωστά των τελευταίων 100 χρόνων. Υποδέχονται επισκέπτες, καταναλωτές, τουρίστες από τις βόρειες γειτονικές χώρες και «αιμορραγούν» οικονομικά από όσους δικούς μας περνούν τα σύνορα για καύσιμα, αγορά, γιατρό, διασκέδαση, τζόγο και –εσχάτως- για πλαστά τεστ κορωνοϊού.
Σαν κι αυτά του Τζόκοβιτς στις 16 του περασμένου Δεκεμβρίου, που αρχικά ήταν αρνητικά, αλλά μετά από μία ώρα «έγιναν» θετικά για να ταιριάξουν στον αγωνιστικό –και οικονομικό βεβαίως βεβαίως- σχεδιασμό του πρωταθλητή.
ΥΓ. Στις δεκαετίες του 1990 και το 2000 το ελληνικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον –επενδυτικό και εμπορικό- για τα βαλκάνια υπήρξε μεγάλο και εκφράστηκε κυρίως από επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος. Το αποτύπωμα που υπάρχει σήμερα στο οικονομικό πεδίο εξηγείται, πλέον, αποκλειστικά από την χωροταξική εγγύτητα των περιοχών και δεν έχει καμία άλλη ποιοτική διάσταση.
Πηγή: voria.gr