Η 9η Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού, έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.
Η 9η Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού, έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, σύμφωνα με την υπ. αριθμ. 17889 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β’ 1384/24/04/2017).
«Με την θέσπιση αυτής της παγκόσμιας ημέρας επιδιώκεται η ανάδειξη του θεμελιώδους ρόλου που διαδραμάτισε η ελληνική γλώσσα ανά τους αιώνες, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού. Η ελληνική γλώσσα κατά την αρχαιότητα ευτύχησε να καταστεί φορέας μορφοποίησης και μεταβίβασης σημαντικών επιστημονικών θεωριών, φιλοσοφικών θεωρήσεων και λογοτεχνικών κειμένων. Στην ελληνική γράφτηκαν λίγο αργότερα τα πιο σημαντικά κείμενα του Χριστιανισμού για να διαδοθούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο διάβα των αιώνων υπήρξε καθοριστική η συμβολή της ως μέσου αποθησαύρισης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και επιβιώνει ως τις μέρες μας, στη νεότερη εκδοχή της, ως μια από τις μακροβιότερες ζωντανές γλώσσες παγκοσμίως» αναφέρεται σε εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας.
Σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση, το Υπουργείο Εξωτερικών θα μεριμνήσει για την αναγνώριση της Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας και από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ και η ΟΥΝΕΣΚΟ.
Η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας περιλαμβάνει εκδηλώσεις σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας, αλλά και σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, που διατηρούν τμήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας ή ελληνικών σπουδών.
Το μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας για το 2021
Επετειακό είναι το μήνυμα της φετινής 9ης Φεβρουαρίου- Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας, σύμφωνα με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ), που προτρέπει «να δούμε τη μεγάλη εικόνα, και τους μεγάλους σταθμούς στη γλωσσική μας εξέλιξη τα τελευταία 200 χρόνια, παραμερίζοντας τις συνήθεις μεμψιμοιρίες μας για τα καθέκαστα».
Η πρώτη ματιά του παρατηρητή, όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΚΕΓ ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ, Ιωάννης Καζάζης, «πέφτει στη γλωσσική κατάσταση του νεογέννητου κράτους -πριν από 200 χρόνια, ή, προσωποποιώντας την αφηρημένη αριθμητική, εδώ και έξι ανθρώπινες γενιές ή πριν από δύο μόλις παππούδες».
«Στην προβιομηχανική και προαστική Ελλάδα, με πληθυσμό γεωργικό, και ποιμενικό, ναυτικό και μικροεπιτηδευματικό, αντιστοιχούσε μια διπλή γλωσσική πραγματικότητα», παρατηρεί ο κ. Καζάζης, εξηγώντας πως αφενός υπήρχε η «γεροδεμένη γλώσσα των πολλών», αφετέρου «η γλώσσα των ολιγίστων».
Η γλώσσα των πολλών -είτε με τη μορφή του μωσαϊκού των διαλέκτων, είτε ως μια χρηστική «πρωτο-δημοτική»- χαρακτηριζόταν από μεγάλο δυναμισμό και παραγωγικότητα, αλλά και ένα απελπιστικά περιορισμένο εύρος λημματολογίου. Αντίστοιχα η γλώσσα των ολιγιστών αποτέλεσε ένα υβριδικό κατασκεύασμα –«φραγκ-άττικα» την αποκάλεσε ο Δημήτριος Βερναρδάκης, «μια ακραία αρχαϊζουσα, που, διαρκώς αλληθωρίζοντας ανάμεσα στην ένδοξη αρχαία ελληνική και στην υπέρκομψη και εκθαμβωτική γαλλική της εποχής, μόλις που κατάφερνε να υπηρετεί τις ανάγκες της διοίκησης και του εμπορίου».
«Ο χώρος γένεσης και κατανάλωσής της ήταν κυρίως ο υπερτροφικός Τύπος της εποχής και μυθιστορήματα μεταφρασμένα εκ του γαλλικού. Εκκρεμής μεταξύ των δύο, πνευματικά λιμοκτονούσε, αρρύθμιστη, και τραγελαφικά ορθογραφημένη, η γλώσσα της εκπαίδευσης. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο νομοθέτης της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, που αξιώθηκε να τυπώσει τη Γραμματική που διαβάζουμε ακόμη και σήμερα το 1941, γεννήθηκε το 1883, στη μικρή προ των Βαλκανικών Πολέμων Ελλάδα. Στη θλιβερή εικόνα γλωσσικής σύγχυσης και χάους, που η γλώσσα του κράτους και του σχολείου παρουσίαζε ακόμη και την εποχή των σπουδών του, εκείνος αντέταξε το δικό του όραμα υπέρβασης –και αυτή η υπέρβαση έγινε η μοίρα της γλώσσας μας μέσα στον 20ό αιώνα», αναφέρει ο πρόεδρος του ΚΕΓ.
Προχωρώντας στο σήμερα ο κ. Καζάζης μιλάει για τη δεύτερη ματιά στη γλωσσική εξέλιξη, όπου «είναι αρχειακά τεκμηριωμένο πλέον ότι η συγκαιρινή μας νεοελληνική γλώσσα είναι πλουσιότερη απ’ ό,τι υπήρξε σε οποιαδήποτε άλλη φάση της μακράς ιστορίας της -της αρχαίας συμπεριλαμβανομένης». Ως απόδειξη του ισχυρισμού σημειώνει: «Ενώ κανένα από τα τρία μεγαλύτερα λεξικά μας που κυκλοφόρησαν μετά το 1998 δεν καταγράφει πάνω από 70.000 λέξεις-λήμματα, όπως λέμε, το ψηφιακό Αρχείο του Λεξικού Γεωργακά στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει τεκμηριώσει τελεσίδικα πάνω από 200.000 λέξεις-λήμματα σε πραγματική χρήση σε σύγχρονα κείμενα, κι ο αριθμός αυτός δεν είναι παρά τα 2/3 του εκτιμώμενου συνολικού μας λεξιλογίου, 300.000 λήμματα για την ελληνική, τη γλώσσα των 11 εκατομμυρίων ομιλητών ! Για τη σωστή αποτίμηση του αριθμητικού αυτού δείκτη, αρκεί να ανατρέξουμε στο αυθεντικό λεξικό της αγγλικής, το Webster’s Third International, που καταγράφει 350.000 λέξεις-λήμματα για την πολυσυλλεκτικότερη γλώσσα του κόσμου, την αγγλική -με ένα δισεκατομμύριο χρήστες!».
Το μικρό αυτό θαύμα, όπως το χαρακτηρίζει, «επετεύχθη, διότι η σύγχρονη Νεοελληνική εδώ και διακόσια χρόνια εφάρμοσε ως τρόπο συγκρότησής της τη διαδικασία της ατέρμονης προσθαφαίρεσης λεξιλογικών και δομικών στοιχείων αντλούμενων τόσο από τη δική της διαχρονία όσο και από τον ευρωπαϊκό περίγυρο».
Όσοι όροι τελικά επιλέγονται, για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους, υιοθετούνται και ενσωματώνονται στον επίσημο και τον ανεπίσημο λόγο. Σε διατομή φαίνεται πόσο βαθιά πάει η διαστρωμάτωση του λεξιλογίου αυτού που είναι ποντισμένο στο αρχαιοελληνικό βασικό απόθεμα -που περιλαμβάνει λέξεις, και σήμερα ακόμη κοινότατες, πρωτοκαταγεγραμμένες στη μυκηναϊκή εποχή. Όσο πάλι ανερχόμαστε, γίνεται δεκτός ολοένα και μεγαλύτερος ευρωπαϊκός δανεισμός σε εξειδικευμένα λεξιλόγια.
«Μιλούμε για το παραγωγικό και λειτουργικό λεξιλόγιο ενός πλήρως ανεπτυγμένου κράτους. Η συγκαιρινή μας Νεοελληνική, σοφά ρυθμισμένη ορθογραφικά από τον Τριανταφυλλίδη, και ύστερα από την εντατική καλλιέργειά της στα γράμματα, τις τέχνες και τις επιστήμες, εκφράζει πλέον τα πάντα με ακρίβεια, γλαφυρότητα και στις πιο λεπτές τους αποχρώσεις. Γλώσσα ταυτόχρονα παραδοσιακή και μοντέρνα, διανύει σήμερα την ευρωπαϊκότερη φάση της: χωρίς να της λείπει τίποτε από τη σύνθετη περίοδο της γερμανικής, από την περίτεχνη κομψοέπεια της γαλλικής ή από τη φονική ακρίβεια της αγγλικής», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΚΕΓ.
Σε ό,τι αφορά την ενδιάμεση πορεία, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος της 200ετίας, εκτιμά πως «φυσικά και δεν διανύθηκε στον αυτόματο πιλότο κι από μόνη της».
«Η γλώσσα δεν είναι ένα φυσικό, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο: κι ό,τι έγινε οφείλεται στον άπειρο μόχθο γενεών συμπατριωτών μας, που, παρά τις έντονες ή και τραγικές συχνά έριδες και διαφωνίες τους, εργάστηκαν με σύστημα και με προοπτική. Το μικροσκοπικό ελληνικό κράτος των 1.200.000 ψυχών προχώρησε με διαρκείς επεκτάσεις του ε ξ ω τ ε ρ ι κ ο ύ του χώρου, ως την ολοκλήρωση, μέσα από τις αβάσταχτες και υπέροχες θυσίες του ελληνικού λαού, της σημερινής φυσιογνωμίας του, με τελευταίο μείζον επεισόδιο την ένταξή του στην Ενωμένη Ευρώπη. Παράλληλα προχωρούσε και η ε σ ω τ ε ρ ι κ ή εμβάθυνση του νεοελληνισμού, όπως μαρτυρεί η δυναμική γλωσσική ανάπτυξη που περιγράψαμε: Γιατί η γλώσσα δεν είναι λέξεις. Είναι σύμβολα και έννοιες (ακριβέστερα: πολλαπλά εννοιολόγια για όλες τις επιμέρους χρήσεις της κοινωνίας και της επικοινωνίας) -έννοιες, λοιπόν, που δημιουργήθηκαν την ίδια ώρα και στο ίδιο ποσοστό που ο ελληνισμός παρήγαγε (και παράγει) εθνικό πλούτο, επιστημονική γνώση και πολιτισμό», σημειώνει ο κ.Καζάζης.
Συμπερασματικά, καταλήγει πως «η νεότερη γενιά, που βρέθηκε μέσα σ’ αυτή τη γλωσσική χλιδή, έργο της αφοσίωσης όλων των προηγουμένων, χρέος έχει γλώσσαν νωμάν: δηλαδή, κατά το μότο του ΚΕΓ, την πλούσια αυτή γλώσσα, που παρήγαγε την αξιοθαύμαστη και αξιανάγνωστη λογοτεχνία και γραμματεία που διαγράψαμε, να την χειρίζεται, προφορικά και γραπτά, με επάρκεια και με τρόπο όχι μηχανιστικό και αντιγραφικό, αλλά ευαίσθητο, δημιουργικό, και παραγωγικό, δηλαδή με τρόπο που θα αυξάνει τον εθνικό πλούτο -και, κατά τον Σολωμό, την ίδια την ελευθερία μας».
ΠΗΓΗ: SanSimera.gr