Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δια ζώσης διδασκαλία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικατασταθεί πλήρως από οποιαδήποτε άλλη μορφή διδασκαλίας. Μπορεί να την καλύψει ως ένα σημείο αλλά σίγουρα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει είτε πρόκειται για τηλεκπαίδευση είτε για κάποια άλλη μέθοδο.
Χθες, 10 Γενάρη, χτύπησαν για πρώτη φορά για το 2022 τα κουδούνια των σχολείων, με μαθητές και εκπαιδευτικούς να επιστρέφουν στα θρανία μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Μια επιστροφή που πέρασε από “χίλια κύματα” και συζητήθηκε πολύ η ορθότητά της καθώς η διασπορά της μετάλλαξης Όμικρον είναι μεγάλη και τα κρούσματα σπάνε καθημερινά νέα ρεκόρ.
Η επιστροφή συνδυάστηκε με αυξημένους ελέγχους μέσω self και rapid test για το κορωνοϊό για μαθητές και εκπαιδευτικούς, με την πρώτη μέρα τα κρούσματα στη σχολική κοινότητα να ξεπερνούν τα 15.000. Πώς είδαν, όμως, οι εκπαιδευτικοί την επιστροφή τους στις τάξεις; Κύλησαν όλα ομαλά και εφαρμόστηκαν οι απαραίτητα έλεγχοι; Υπήρξαν ευτράπελα;
Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δίνουν για ακόμη μια φορά εκπαιδευτικοί όλων των σχολικών βαθμίδων από όλη την Ελλάδα.
“Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα φαίνεται να κύλησε η πρώτη μέρα της επιστροφής στα θρανία, μετά από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε ανησυχία τόσο από τους εκπαιδευτικούς όσο και από τους μαθητές. Η έκδηλη αυτή ανησυχία φάνηκε στους εκπαιδευτικούς από το γεγονός ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαμε μάσκα αυξημένης προστασίας (που, ομολογουμένως, μπορεί να μας εκθέτει λιγότερο στον κίνδυνο του κορωνοϊού, όμως δυσχεραίνει περισσότερο το έργο μας, καθώς απαιτεί μεγαλύτερη ένταση φωνής και ακόμη καθαρότερη άρθρωση). Από την πλευρά των μαθητών η ανησυχία φάνηκε από την ευλαβικότερη τήρηση των μέτρων που επιβάλλει το υγειονομικό πρωτόκολλο (χρήση μάσκας τόσο στην αίθουσα όσο και στους διαδρόμους, τακτικότερη απολύμανση χεριών, σχολαστικός αερισμός αιθουσών – ακόμη και κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας – παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες).
Είμαστε όλοι βέβαια σε επαγρύπνηση και επιφυλακή. Η επίσημη καταγραφή των selftests έδειξε σήμερα για το σχολείο μας μόνο 5 κρούσματα. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι υπάρχουν (και κυκλοφορούν) στο σχολείο και αδιάγνωστα κρούσματα (είτε λόγω αναληθούς δήλωσης είτε λόγω έλλειψης συμπτωμάτων). Οι συνθήκες είναι μάλλον αντίξοες: ο αυξημένος αριθμός των μαθητών κατά τμήμα συνωστίζεται σε αίθουσες περιορισμένου εμβαδού και ο στενός συγχρωτισμός είναι αναπόφευκτος. Εάν, μάλιστα, ισχύει αυτό που έλεγαν από την αρχή, ότι οι μαθητές του Λυκείου (ιδιαίτερα των μεγάλων τάξεων) μεταδίδουν τον κορωνοϊό όπως οι ενήλικες, τότε θα έλεγα πως η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική: εκτιθέμεθα σε ένα διαρκή κίνδυνο τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί (οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μέσης ηλικίας και επομένως πιο ευάλωτοι).
Δυστυχώς, είμαστε από τις λίγες χώρες στον κόσμο που δεν μερίμνησαν για προσαρμογή των συνθηκών εργασίας στα νέα δεδομένα του κορωνοϊού (όχι μόνο στον τομέα της υγείας αλλά και της παιδείας). Και δεν το λέω αυθαίρετα. Προκύπτει από επίσημη έρευνα. Ακόμη και το υγειονομικό πρωτόκολλο (50%+1 επιβεβαιωμένα κρούσματα για να κλείσει τμήμα) μας αφήνει εκτεθειμένους σε έναν αόρατο κίνδυνο. Όσο κι αν δεν θέλω να το πιστέψω, υποψιάζομαι ότι τα κυβερνητικά μέτρα στοχεύουν – εμμέσως πλην σαφώς – στην ανοσία της αγέλης (ας μη γελιόμαστε, ακόμη και ο μαζικός αριθμός των selftests που διεξάχθηκαν σήμερα είναι απλώς ενδεικτικός της διασποράς της νόσου, δεν αποτυπώνει ωστόσο την πραγματική εικόνα). Αυτή η αντιμετώπιση όμως, ως αγέλης, προσβάλλει τόσο τους μαθητές (που τους εκμεταλλεύεται το Υπουργείο ως όχημα για την επίτευξη της ανοσίας της αγέλης) όσο και εμάς, ως εκπαιδευτικούς, ως εργαζόμενους, ως πολίτες και ως ανθρώπους. Να σημειώσω δε ότι η εκπαιδευτική κοινότητα είναι η μόνη που, λόγω της ιδιαιτερότητάς της, εκτίθεται τόσο συστηματικά απέναντι σ’ αυτή τη μάστιγα – και όχι μόνο τώρα αλλά από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Ελπίζω μόνο αυτό το κρίσιμο διάστημα των επόμενων δύο εβδομάδων που αναμένεται η κορύφωση των κρουσμάτων να περάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται”, ανέφερε ο φιλόλογος του 3ου Λυκείου Καβάλας, Βίκτωρ Καραμπέρας.
“Την πρώτη μέρα μετά τις γιορτές είχαμε επτά κρούσματα σε μαθητές και δύο σε καθηγητές. Κάποια τμήματα είναι πάρα πολύ προσεκτικά, με μάσκες ΚΝ95 ή διπλές μάσκες, πράγμα που με εντυπωσίασε. Κάποια είναι πιο χαλαρά αλλά σήμερα τουλάχιστον ήταν όλοι πιο συνεπείς σε σχέση με τα μέτρα. Τα μαθήματα κυλήσαν κανονικά, με τα παράθυρα ανοιχτά, αντισηπτικά κλπ. Δεν είχαμε γκρίνιες, μπήκαμε ξανά στο ρυθμό μας κανονικά. Ίσως προσέχουμε κι εμείς λίγο παραπάνω πλέον με όσα ακούμε”, σημείωσε η καθηγήτρια Αγγλικών του 1ου Γυμνασίου Άνω Τούμπας, Φιλίππα Κοντοπούλου.
“Με ανησυχία και έντονο προβληματισμό έγινε η έναρξη της λειτουργίας των σχολείων μετά την περίοδο των εορτών λόγω του αριθμού των κρουσμάτων στην εκπαιδευτική κοινότητα. Την αγωνία για το τι πρόκειται να συμβεί τις επόμενες ημέρες λειτουργίας των σχολείων επιτείνει η εμμονή του Υπουργείου στην απόφαση του να εφαρμοστεί το πρωτόκολλο που προβλέπει κλείσιμο τμήματος αφού νοσήσει το 50% +1 του αριθμού των μαθητών”, τόνισε ο φιλόλογος του Μουσουλμανικού Ιεροσπουδαστηρίου Ξάνθης, Γιώργος Μέλλιος.
“Στην επιστροφή μας στις τάξεις έλειπαν αρκετά παιδιά, τα περισσότερα προληπτικά καθώς τα κράτησαν οι γονείς τους σπίτι από φόβο. Αρκετά παιδιά δεν μπόρεσαν να βρουν σελφ τεστ στα φαρμακεία αλλά και πολλά παιδιά ανιχνεύτηκαν θετικά την Κυριακή μέσω της διαδικασίας του σελφ τεστ. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι και αυτοί ‘μουδιασμένοι’ με την κατάσταση καθώς τα μέτρα δεν επαρκούν και υπάρχει προβληματισμός. Υπάρχει φόβος και από την πλευρά των γονιών αλλά και από την πλευρά των εκπαιδευτικών καθώς ειδικά στις μικρές ηλικίες τα παιδιά δεν τηρούν τα μέτρα προστασίας”, σημείωσε η καθηγήτρια αγγλικών σε νηπιαγωγεία της Σάμου, Κ.Κ.
Πηγή: thesstoday.gr