ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ «ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ» ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΗΜΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τα βλέμματα και οι κάμερες στα χιόνια της Αττικής, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και η πλήρης καταστροφή στους συνοικιακούς δρόμους της πόλης

Καλησπέρα σας!

Όπως αντιλαμβανόμαστε για μία ακόμη φορά από χθες στην Ελλάδα υπάρχουν δύο ειδών κακοκαιρίες. Η συνηθισμένη και αυτή που συμβαίνει στην Αθήνα και τα πέριξ.

Η πρώτη είναι φυσικό φαινόμενο, το οποίο όσο ισχυρό κι αν είναι το αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι όπως μπορούν, με υπομονή και χαμηλούς τόνους.

Η δεύτερη εξηγείται μόνο με πολιτικούς και… μιντιακούς όρους. Είναι αυτή που ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα -τα οποία, πάντως, χθες είχαν ιδιαίτερη ένταση, κάτι που μάλλον θα συνεχιστεί και σήμερα- οι πάντες τρέχουν αγωνιωδώς και κραυγάζουν σπαρακτικά, από τους υπουργούς, τους αυτοδιοικητικούς, την πολιτική προστασία, την πυροσβεστική, την τροχαία και τον ΔΕΔΔΗΕ, μέχρι τους ρεπόρτερ των καναλιών και τους ίδιους τους πολίτες «αυτόπτες μάρτυρες», οι οποίοι περιγράφουν το… αδιανόητο.

«Πρόκειται για πρωτοφανή χιονιά, ειδικά για τους Αθηναίους», γνωμάτευσε ένας μεγαλόσχημος υπουργός. Μα, πρωτοφανής ήταν η κατάσταση και πέρσι. Και το πιθανότερο είναι ότι θα είναι πρωτοφανής και του χρόνου.

Με τα λεφτά των άλλων

Στην Ελλάδα το να γίνεται παιχνίδι «με τα λεφτά των άλλων» είναι ανέκαθεν αγαπημένο σπορ. Όπως και οι κυβερνήσεις συνηθίζουν να κάνουν πολιτική –αυτό που λέμε κοινωνική πολιτική- «με τις τσέπες των άλλων». Ας θυμηθούμε τους περίφημους «φόρου υπέρ τρίτων», που κάθε κυβέρνηση θεσμοθετούσε όταν κάποιος ισχυρός υπουργός ήθελε να κάνει ένα ομαδικό ρουσφέτι, χωρίς να αγγίξει τον προϋπολογισμό του κράτους.

Η τρόικα κατήργησε πολλές τέτοιες ρυθμίσεις, δυστυχώς όχι όλες. Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή τις δηλώσεις Μητσοτάκη για δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου και την κατάθεση στη Βουλή της σχετικής τροπολογίας που θα «τρέξει» τις διαδικασίες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπερθεματίζουν. «Να αυξηθεί άμεσα» λένε κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί, «να επανεξετάζεται κάθε μήνα» λένε κάποιοι άλλοι.

Με δεδομένο ότι ο κατώτατος μισθός αφορά τον ιδιωτικό τομέα, οι προτάσεις αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο στα ταμεία των επιχειρήσεων. Πέραν τούτου οι πολιτικοί μας αυτό που δεν λένε είναι, ίσως, το μόνο που θα έπρεπε να πουν. Να επιστρέψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, οι οποίες σταμάτησαν λόγω μνημονίων το 2012, ώστε εργοδότες και εργαζόμενοι να συζητούν και να συμφωνούν μεταξύ τους για τη μισθολογική βάση, δηλαδή για τον κατώτατο μισθό.

Εννοείται υπό την υψηλή εποπτεία και τελική έγκριση της πολιτείας, ώστε να αποφεύγονται ακρότητες, όπως είναι οι μισθοί πείνας, και εκβιασμοί εκ μέρους των εργοδοτών. Διότι το θέμα του κατώτατου μισθού –και γενικά των μισθών- έχει πολύ περισσότερες ουρές απ’ όσες φαντάζεται κανείς, καθώς οι επιπτώσεις στην οικονομία είναι μεγάλες.

Έρημες γειτονιές

Η εμπορική ερήμωση της τελευταίας δεκαετίας εκτός από τους δρόμους του κέντρου έχει κτυπήσει με μεγάλη σφοδρότητα τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Τους μικρότερους, δευτερεύοντες κατά κάποιο τρόπο δρόμους, οι οποίοι ενώνουν μεγαλύτερες αρτηρίες και απλώς ορίζουν τετράγωνα ή… υποτετράγωνα, όπου κάποτε λειτουργούσαν καταστήματα, από ένα καφενείο ή κάποιο ουζερί, μέχρι το καθαριστήριο, το μανάβικα, το κρεοπωλείο, το κουρείο, τα τσαγκαράδικο, το χαρτοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς.

Σε αυτό το επίπεδο η καταστροφή είναι πολύ μεγάλη και η κατάσταση δεν έχει περιθώρια αντιστροφής. Αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν ισόγεια καταστήματα που παραμένουν άδεια για οκτώ ή δέκα χρόνια αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τη βιτρίνα, η κατάσταση είναι δύσκολη. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι χώροι έχουν μετατραπεί σε κατοικίες, αλλά η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχει καν τις ελάχιστες των προδιαγραφών για κάτι τέτοιο.

Η απληστία, που συχνά συνόδευε την αντιπαροχή, στην αξιοποίηση των οικοπέδων στη Θεσσαλονίκη στις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980 –ίσως και αργότερα- έχει ως αποτέλεσμα ένα πλεόνασμα ακινήτων, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο –εάν όχι αδύνατον- να αξιοποιηθούν, πλέον, και για τα οποία δεν μιλάει πια κανείς. Ούτε οι ιδοκτήτες τους, ούτε –φυσικά- η αγορά ακινήτων.

Μπάλα και… μπαλίτσα

Στην Ελλάδα όλοι λίγο πολύ υποστηρίζουμε κάποια ποδοσφαιρική ομάδα, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους πολύ μεγάλους. Μάλιστα, κανείς δεν διανοείται να αλλάξει ομάδα εφ’ όρου ζωής. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η χώρα διαθέτει σοβαρό πρωτάθλημα. Κάτι που δεν συνάγεται μόνο από τον μειωμένο βαθμό αξιοπιστίας εντός και εκτός γηπέδων, αλλά και από τις συνακόλουθες ισχνές οικονομικές επιδόσεις.

Για να έχουμε ένα -αναβαθμισμένο είναι η αλήθεια- μέτρο σύγκρισης καλό είναι να δούμε τους αριθμούς που συνοδεύουν το αγγλικό πρωτάθλημα, την περίφημη Premier League και το πώς αποτιμάται η προσφορά της στην βρετανική οικονομία. Το συμπέρασμα είναι ότι αλλού έχουν μπάλα και αλλού… μπαλίτσα. Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι η Premier League συνεισέφερε 7,6 δισ. λίρες (περίπου 9 δισ. ευρώ) στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη διάρκεια της περιόδου 2019-20, παρά το γεγονός ότι το πρωτάθλημα είχε ανασταλεί για περισσότερους από τρεις μήνες λόγω της πανδημίας.

Η οικονομική δραστηριότητα των συλλόγων έχει αυξηθεί κατά 840% από τη σεζόν 1998-99. Η Λίγκα και οι συλλογοι της δημιούργησαν συνολική φορολογική συνεισφορά 3,6 δισ. λιρών το 2019-20, εκ των οποίων 1,4 δισ. λίρες αντιστοιχούσαν σε παίκτες της Premier League. Ακόμη, η συνολική φορολογική εισφορά που καταβάλλεται από τους συλλόγους έχει αυξηθεί κατά 3,1 δισ. λίρες από το 1998/99. Η Λίγκα και οι σύλλογοι έχουν επίσης επιτύχει σημαντική αύξηση της απασχόλησης για εκτεταμένη χρονική περίοδο, με 94.000 θέσεις εργασίας να δημιουργούνται σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Μόνο ο αριθμός των θέσεων εργασίας που σχετίζονται με συλλόγους αυξήθηκε από 11.000 το 1998-99 σε πάνω από 87.000 το 2019-20, σημειώνοντας αύξηση 650%.

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial