Ακριβώς δυο δεκαετίες μετά την οριστική κατάργηση της δραχμής, το Magazine παρουσιάζει την ιστορία του ελληνικού νομίσματος που ξεκίνησε 2.700 χρόνια πριν, κυριάρχησε στην αρχαιότητα και επανήλθε το 1833 στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, φτάνοντας μέχρι το 2002, όταν μπήκαμε πλέον στην εποχή του ευρώ.
Την Κυριακή 3 Μαρτίου του 2002, η δραχμή χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά ως νόμιμο χρήμα στην Ελλάδα, δίνοντας από την επόμενη μέρα τη σκυτάλη στο ευρώ. Βέβαια, το νέο νόμισμα βρισκόταν ήδη στην κυκλοφορία από την Πρωτοχρονιά του 2002, όμως ευρώ και δραχμή “περπάτησαν” μαζί για ένα δίμηνο, μέχρι να προσαρμοστούν οι Έλληνες στην καινούργια νομισματική πραγματικότητα.
Κάπως έτσι έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος, που είχε ξεκινήσει από τον 7ο π.Χ. αιώνα και με αρκετά “διαλείμματα” έφτασε μέχρι το ξεκίνημα του 21ου. Tο Magazine, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την κατάργηση της δραχμής, θυμάται τους σημαντικότερους σταθμούς της μέσα στην ιστορία.
ΠΩΣ “ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ” Η ΔΡΑΧΜΗ
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο, τα πρώτα νομίσματα στον αρχαίο κόσμο – ένα κράμα από ήλεκτρο, το γνωστό μας κεχριμπάρι – έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα στη Λυδία, αρχαίο βασίλειο στη Μικρά Ασία, που στην πλήρη ακμή του κάλυπτε τα εδάφη της σημερινής κεντροδυτικής Τουρκίας. Τα νομίσματα αυτά είχαν τη μορφή σφαιριδίων ή πλακιδίων και πολύ σύντομα άρχισαν να κατασκευάζονται από ασήμι και χρυσό, με συγκεκριμένο βάρος, κάτι που σημαίνει ότι εκτός από νομισματική μονάδα, χρησιμοποιούνταν και ως μονάδα μέτρησης βάρους.
Υπήρχαν όμως και νομίσματα με μικρότερη αξία, οι οβολοί, που ήταν σιδερένιες ράβδοι (οι αρχαιότεροι οβολοί που γνωρίζουμε, βρέθηκαν στο Ηραίο του Άργους και χρονολογούνται από τον 7ο π.Χ. αιώνα). Ένας άνθρωπος με φυσιολογικές διαστάσεις μπορούσε να κρατήσει στο χέρι του έξι τέτοιες ράβδους. Από το αρχαίο ρήμα δράττω, δηλαδή αδράχνω, αρπάζω, προέκυψε η λέξη δραχμή, που στην ουσία ισοδυναμούσε με έξι οβολούς και εξελίχθηκε στο βασικό νόμισμα συναλλαγής του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Αν και δεν υπήρχε ενιαία τυποποίηση του βάρους των νομισμάτων σε όλη την ελληνική επικράτεια, μια δραχμή είχε την εξής σταθερή σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα-βάρη της ίδιας πόλης-κράτους:
– 1 δραχμή = 6 οβολοί
– 2 δραχμές = 1 στατήρας
– 100 δραχμές = 1 μνα
– 6.000 δραχμές = 1 τάλαντο
Για να πάρετε μια ιδέα, την εποχή του Σόλωνα (αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα), ένας πολίτης στην Αθήνα μπορούσε με μια δραχμή (έξι οβολούς) να καλύψει τα έξοδά του για μια εβδομάδα. Οι δυο δραχμές (δώδεκα οβολοί) είχαν την αξία ενός στατήρα (από το ρήμα ίστημι που σημαίνει στήνω κάτι όρθιο ή ζυγίζω). Ο στατήρας στην Αθήνα, αν ήταν ασημένιος, ισοδυναμούσε με τέσσερις δραχμές και αν ήταν χρυσός, με είκοσι δραχμές. Ο χρυσός περσικός στατήρας (δαρεικός) είχε αξία 28 δραχμών.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ
Άλλο βασικό νόμισμα ήταν η μνα, που αντιστοιχούσε σε εκατό δραχμές και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, αναλογούσε στο πρόστιμο που έπρεπε να πληρώσει όποιος καταδικαζόταν για βιασμό. Τέλος, το ασημένιο τάλαντο (60 μνες), δηλαδή στην ουσία έξι χιλιάδες ασημένιες δραχμές (αφού τάλαντα δεν κόπηκαν ποτέ επειδή ήταν πολύ βαριά για να χρησιμοποιηθούν), επαρκούσε για τη μηνιαία μισθοδοσία των 200 ανδρών που στελέχωναν μια αθηναϊκή τριήρη στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ. – 404 π.Χ.).
Αρχικά, τα πλακίδια και τα σφαιρίδια, όταν άλλαζαν χέρια, έπρεπε να ζυγιστούν, επειδή κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι είχαν το σωστό βάρος του μετάλλου από το οποίο ήταν φτιαγμένα (ασήμι, χρυσός, σίδηρος). Αργότερα, κάθε πόλη-κράτος έβαζε πάνω στο νόμισμα τη δική της σφραγίδα ως εγγύηση. Τέλος, οι πόλεις-κράτη άρχισαν να κόβουν τα δικά τους νομίσματα, να βάζουν πάνω τους τη σφραγίδα τους και να αποφασίζουν για τις αναπαραστάσεις στην κάθε πλευρά, με αποτέλεσμα να γεννηθούν τα κρατικά νομίσματα.
ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ
Όπως γράψαμε και στην αρχή του κειμένου, τα πρώτα γνωστά σε εμάς νομίσματα, ήταν τα λυδικά και αμέσως μετά εμφανίστηκαν τα ιωνικά (από ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας), γύρω στο 650 π.Χ. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησαν αυτά της Αίγινας, κατόπιν της Κορίνθου (600 π.Χ.) και στη συνέχεια τα αθηναϊκά. Το σίγουρο είναι ότι το αθηναϊκό ασημένιο τετράδραχμο, υπήρξε το πιο διαδεδομένο νόμισμα της αρχαιότητας, από το ξεκίνημα της ακμής της Αθήνας τον 5ο π.Χ. αιώνα, μέχρι και την εποχή του μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν και επικράτησαν τα μακεδονικά νομίσματα.
Το αθηναϊκό τετράδραχμο χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις συναλλαγές, ακόμα και από πόλεις-κράτη που ήταν εχθρικά διακείμενες στην Αθήνα. Το μεγάλο πλεονέκτημα των Αθηναίων ήταν ότι είχαν στη διάθεσή τους λατομεία αργύρου, με κυριότερο εκείνο του Λαυρίου, οπότε μπορούσαν να παράγουν και να κυκλοφορούν μεγάλο αριθμό νομισμάτων, κάτι που τους έδωσε τέτοια οικονομική άνεση, ώστε να δημιουργήσουν μεγάλα έργα (Ακρόπολη, Παρθενώνας, οχύρωση της πόλης, Μακρά τείχη), αλλά και να διατηρούν αξιόμαχο στρατό και στόλο.
Στη μια όψη του αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονιζόταν η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, ενώ στην άλλη, το σύμβολο της πόλης των Αθηνών, η “γλαῦξ” (κουκουβάγια) μαζί με ένα κλαδί ελιάς. Το νόμισμα αυτό ήταν ευρέως γνωστό απλά ως “αθηναϊκή γλαῦξ”. Εικοσιπέντε αιώνες αργότερα, η γλαύκα του αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται πλέον στην ελληνική εθνική όψη του κέρματος του ενός ευρώ. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο, Αθηναίο ιστορικό του 3ου π.Χ. αιώνα, η “γλαῦξ” ήταν γνωστή σε όλο τον αρχαίο κόσμο και την εμπιστεύονταν όλοι ως χρηματική μονάδα.
Όσο η ελληνική δραχμή βρισκόταν σε κυκλοφορία, κυριάρχησε στον εμπορικό χώρο εντός και εκτός συνόρων, αφού με το πέρασμα των χρόνων παγιώθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την τότε γνωστή επικράτεια η ισοτιμία των διαφόρων νομισμάτων. Το αθηναϊκό τετράδραχμο υιοθετήθηκε ως τύπος νομίσματος και από τις ελληνικές αποικίες, αλλά αντικαταστάθηκε από το μακεδονικό τετράδραχμο στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν και επικράτησαν τα μακεδονικά νομίσματα, με τον όρο “δραχμή” να διαδίδεται και εκτός του ελληνικού κόσμου.
Η μεγάλη κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Μακεδόνας στρατηλάτης, αλλά και ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του μετά τον πρόωρο θάνατό του, συνετέλεσε ώστε όλοι οι διάδοχοι και επίγονοί του να συνεχίσουν να κόβουν δραχμές οι οποίες απεικόνιζαν τη μορφή του πάνω τους, με αποτέλεσμα το νόμισμα αυτό να επιβιώσει σε όλη την ελληνιστική εποχή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μακεδονικές παραλλαγές του τετράδραχμου έφτασαν μέχρι την κεντρική Ασία και την Ινδία.
Τελικά η δραχμή άρχισε να εκλείπει σταδιακά ως νόμισμα μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις και την επικράτηση του δηναρίου ως νομισματικής μονάδας. Παρά το γεγονός όμως ότι καταργήθηκε ως νόμισμα, η λέξη “δραχμή” συνέχισε να χρησιμοποιείται για πολλούς αιώνες στον ελλαδικό χώρο ως μονάδα βάρους, με υποδιαίρεση τα “γράμματα”. Στο τέλος του 17ου μ.Χ. αιώνα τη συναντάμε και ως “δραμή”, ενώ δεν είναι καθόλου απίθανο από εκεί να προήλθε και η ονομασία δράμι, που υπήρξε υποδιαίρεση της οκάς, μέτρησης βάρους που χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα μέχρι το 1959.
ΡΩΜΑΙΟΙ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ
Με την έλευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η δραχμή εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και τη θέση της πήραν άλλα νομίσματα. Μετά το ρωμαϊκό δηνάριο, ακολούθησε το Βυζάντιο, με το χρυσό κέρμα του αυτοκράτορα Αναστάσιου (498 μ.Χ.) που ονομαζόταν “νόμισμα” και το “τεταρτηρόν” του Νικηφόρου Φωκά (963-969), τα οποία όμως είχαν διαφορετικές πραγματικές αξίες, ανάλογα με το πότε είχαν κοπεί, αφού οι αυτοκράτορες τα νόθευαν συνεχώς, αφαιρώντας χρυσό και ασήμι από αυτά.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και τον κατακερματισμό της ελληνικής επικράτειας σε πολλά μικρότερα βασίλεια, πριγκηπάτα, κομητείες, δεσποτάτα κλπ, εμφανίστηκαν νομίσματα δυτικής προέλευσης, όπως τα δουκάτα, τα σκούδα, τα τορνέζια, τα τζιλιάτα και πολλά άλλα. Ακολούθησε η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 και στην καθημερινότητα των Ελλήνων μπήκαν τα γρόσια και οι παράδες, ενώ το 1822, με την Ελληνική Επανάσταση να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, στον ελλαδικό χώρο κυκλοφορούσαν 26 διαφορετικά νομίσματα, εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά ήταν επίσημα νομίσματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ
Η ανάγκη για τη δημιουργία ελληνικού εθνικού νομίσματος, υπήρξε κοινή διαπίστωση των Ελλήνων, από το ξεκίνημα κιόλας της επανάστασης. Τον Μάρτιο του 1822, ο Δημήτριος Καλαμαριώτης, πρόκριτος από τη Μεσσήνη και μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, εξουσιοδοτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να αγοράσει μια “μάκινα”, ένα μηχάνημα κοπής νομισμάτων, που κάποιος κιβδηλοποιός είχε στήσει στην Καρδαμύλη της Μάνης. Ως Εθνικό Νομισματοκοπείο ορίστηκε η Μονή της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης, έξω από το Άργος.
Χαράκτης διορίστηκε ένας Αρμένης, ονόματι Κιρκόρ (Γρηγόρης), αγνώστου επωνύμου, ενώ μάζεψαν χρυσό και ασήμι λιώνοντας ιερά σκεύη που είχαν πάρει από εκκλησίες. Το Εκτελεστικό είχε αποφασίσει ότι τα πρώτα νομίσματα θα ήταν το πεντάδραχμο και ο οβολός. Τελικά όμως η κοπή ανεστάλη, επειδή τον Ιούλιο του 1822 μπήκε στην Πελοπόννησο ο Δράμαλης με τη στρατιά του. Όταν οι ελληνικές δυνάμεις νίκησαν τον Δράμαλη, το θέμα του νομίσματος επανήλθε στο προσκήνιο, με τη Βουλή να εγκρίνει την κοπή ασημένιων δραχμών και οβολών (κάθε δραχμή θα ήταν ίση με εκατό οβολούς).
“ΦΟΙΝΙΞ”, ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ούτε τότε όμως δεν προχώρησε το θέμα, αφού το 1823 ξέσπασε ο εμφύλιος, ενώ το 1825 αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ. Τελικά το ζήτημα αφέθηκε στην κρίση του Ιωάννη Καποδίστρια, που έφτασε τον Ιανουάριο του 1828 στο Ναύπλιο. Ο νέος Κυβερνήτης επέλεξε ως νέο εθνικό νόμισμα τον ασημένιο “Φοίνικα”, με υποδιαίρεση το λεπτό (ένας φοίνικας=εκατό λεπτά). Τον Μάιο του 1828, ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, μέλος της οικονομικής επιτροπής, αγόρασε στη Μάλτα μια μεταχειρισμένη μηχανή κοπής, που ανήκε παλιότερα στους Ιωαννίτες Ιππότες, κατασκευής από τα τέλη του 18ου αιώνα.
Στη συνέχεια αγοράστηκαν τέσσερα ακόμα μηχανήματα, από τη Μασσαλία, την Ανκόνα και τη Σύρο, ένα για κάθε νόμισμα (1 φοίνικας, 1 λεπτό, 5 λεπτά, 10 λεπτά και 20 λεπτά) και όλα εγκαταστάθηκαν λίγο μετά στην αυλή του σπιτιού του Καποδίστρια, προκειμένου να ελέγχεται η διαδικασία κοπής. Πάντως, τα πρώτα νομίσματα του νέου ελληνικού κράτους κόπηκαν στην Αίγινα, εκεί όπου 2.500 χρόνια πριν είχαν κοπεί και τα πρώτα νομίσματα επί ευρωπαϊκού εδάφους (ασημένιοι στατήρες). Τα πρώτα καινούργια νομίσματα μοιράστηκαν στα μέλη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στις 30 Ιουλίου του 1829.
Ο ΟΘΩΝΑΣ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ
Τριάμισι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1833, ο βασιλιάς Όθωνας έφτασε στην Ελλάδα και λίγες μέρες μετά, στις 8 Φεβρουαρίου, με το βασιλικό διάταγμα “περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος”, καταργήθηκε ο φοίνικας και αντικαταστάθηκε από τη δραχμή. Η επιστροφή, αναβίωση και καθιέρωσή της, ήταν μια σαφής προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας να συνδέσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Το νέο νόμισμα είχε βάρος 4,477 γραμμάρια, εκ των οποίων τα 4,029 ήταν ασήμι και το 0,448 χαλκός. Στη μια του όψη απεικονιζόταν ο βαυαρικός θυρεός και στην άλλη ο Όθωνας.
Τον Αύγουστο του 1833 απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία, σε μια προσπάθεια να επιβληθεί το νέο νόμισμα. Τον Μάρτιο του 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία δυο χρόνια μετά (1843) παραχωρήθηκε το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, το οποίο και διατήρησε μέχρι το 1927, όταν τη σκυτάλη πήρε η Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1867, πέντε χρόνια μετά την έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα (Οκτώβριος του 1862), με βασιλιά πλέον τον Γεώργιο Α’, η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία με τη Λατινική Νομισματική Ένωση (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ελβετία), ακολουθώντας τους κανόνες ισοτιμιών της.
Όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή μπόρεσε να προσχωρήσει στην Ένωση πολύ αργότερα, το 1910. Με την ένταξή της, εξισώθηκε με τα άλλα νομίσματα της Ένωσης, όπως το γαλλικό φράγκο. Σε πολλές εκδόσεις των χαρτονομισμάτων της Εθνικής Τράπεζας, η ονομαστική αξία στην πίσω πλευρά, αναγραφόταν σε γαλλικά francs. Αυτός είναι και ο πιθανότερος λόγος, που για πολλές δεκαετίες μετά, ο λαός αποκαλούσε τη δραχμή και φράγκο (τις δυο δραχμές δίφραγκο κλπ).
Στις 17 Νοεμβρίου του 1927 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Γενεύης, με το οποίο ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, έχοντας πλέον το εκδοτικό προνόμιο τραπεζογραμματίων. Η δραχμή συνδέθηκε με τη στερλίνα με ισοτιμία 375 δρχ./λίρα. Με το διάταγμα της 7/12/1930, εκδόθηκαν ασημένια κέρματα των 10 και 20 δραχμών και νικέλινα των 5. Το 1933 κυκλοφόρησαν τα πρώτα χαρτονομίσματα των 500 και των 5.000 δραχμών που είχαν τυπωθεί για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος από την American Bank Company στις ΗΠΑ.
ΟΙ ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΔΡΑΧΜΕΣ
Δυο χρόνια αργότερα, το 1935, τυπώθηκαν στη Γαλλία χαρτονομίσματα των 50, 100 και 1.000 δραχμών με πολύ διαφορετική αισθητική, πλούσια σε χρώματα και χωρίς βαριά περιγράμματα. Το 1938 ιδρύθηκε το “Ίδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών”, το γνωστό μας Νομισματοκοπείο, στο οποίο ανατέθηκε η φροντίδα της σύνθεσης και η έκδοση των χαρτονομισμάτων. Οι εργασίες ανέγερσης στον Χολαργό άρχισαν αμέσως και παραγγέλθηκαν οι πρώτες εκτυπωτικές μηχανές, όμως, παρά το γεγονός ότι το κτίριο αποπερατώθηκε το 1941, λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η λειτουργία του ξεκίνησε μετά την απελευθέρωση, το 1947.
Στη διάρκεια του πολέμου (1940-44), η δραχμή γνώρισε τη μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της, κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής. Ειδικά στην περίοδο της κατοχής (1941-44), τυπώθηκαν πολλά χαρτονομίσματα σε διάφορα λιθογραφεία της χώρας με τεράτιες ονομαστικές αξίες, των οποίων όμως η ανταλλακτική αξία ήταν μηδαμινή. Τον Νοέμβριο του 1944 είχαμε το χαρτονόμισμα-ρεκόρ, με ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, του οποίου η πραγματική αξία σήμερα δε θα ξεπερνούσε τα 10 λεπτά του ευρώ!
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΡΑΧΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΟ
Ακολούθησαν δυο νομισματικές μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι σταθερό νόμισμα. Η πρώτη, τον Νοέμβριο του 1944, προέβλεπε ότι κάθε νέα δραχμή ισοδυναμούσε με 50 δισεκατομμύρια κατοχικές δραχμές. Με τη δεύτερη, το 1954, η ισοτιμία άλλαξε και η νέα δραχμή αντιστοιχούσε πλέον σε 1.000 παλιές, ενώ το ένα αμερικανικό δολάριο σε 30 νέες δραχμές. Με την ενθρόνιση του βασιλιά Παύλου το 1947, τυπώθηκε το χαρτονόμισμα των 1.000 δραχμών με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Το πρώτο χαρτονόμισμα που μελετήθηκε, προπαρασκευάστηκε και τυπώθηκε εξ ολοκλήρου στο ΙΕΤΑ, ήταν αυτό των 5.000 δραχμών (Δ’ έκδοση), στο οποίο απεικονιζόταν ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Παύλου, το 1964, κόπηκαν διάφορα κέρματα, όλα φιλοτεχνημένα από τον χαράκτη Βασίλειο Φαληρέα. Με την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Β’, το ΙΕΤΑ εγκαινίασε νέα πρακτική για τα χαρτονομίσματα, ταξινομώντας τα κατά μέγεθος ανάλογα με την αξία τους και καθορίζοντας συγκεκριμένο θέμα και χρώμα για κάθε αξία.
Έτσι, το χαρτονόμισμα των 50 δραχμών, το μικρότερο σε μέγεθος, ήταν γαλάζιο και εντάχθηκε στη θεματική ενότητα “Ναυτιλία”, των 100 δραχμών ήταν κόκκινο και είχε θέμα την “Παιδεία”, των 200 δραχμών ήταν πορτοκαλί και είχε θέμα τον “Διαφωτισμό”, των 500 δραχμών ήταν πράσινο και είχε θέμα τη “Γεωργία”, των 1.000 δραχμών ήταν καφέ και είχε θέμα τον “Τουρισμό”, των 5.000 δραχμών ήταν μπλε και είχε θέμα την “Επανάσταση του 1821” και τέλος, των 10.000 δραχμών είχε χρώμα ιώδες και θέμα τις “Επιστήμη και Υγεία”.
Τα νομίσματα που κόπηκαν εκείνη την εποχή, είχαν στη μία όψη το πορτραίτο του βασιλιά και στην άλλη τον βασιλικό θυρεό, μέχρι το 1971, όταν και αντικαταστάθηκε από το έμβλημα της 21ης Απριλίου 1967, το γνωστό μας “πουλί”. Την ίδια χρονιά, το 1971, άρχισε να λειτουργεί στο ΙΕΤΑ και ο Τομέας Τύπωσης Κερμάτων. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, τα πρώτα κέρματα κόπηκαν το 1976 και τα πρώτα χαρτονομίσματα τυπώθηκαν το 1978. Η περίοδος ανταλλαγής χαρτονομισμάτων δραχμών με ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος έληξε την 1η Μαρτίου του 2012.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ
Ας θυμηθούμε τώρα ποια ήταν τα τελευταία νομίσματα και ποια τα τελευταία χαρτονομίσματα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, πριν την κατάργηση της δραχμής. Ξεκινάμε με τα νομίσματα.
- Κέρμα 50 λεπτών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1976
– Όψη Α’: 50 λεπτά, Ελληνική Δημοκρατία
– Όψη Β’: Μάρκος Μπότσαρης - Κέρμα 1 δραχμής
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1988
– Όψη Α’: Πλοίο του 1821 “Κορβέτα”
– Όψη Β’: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα - Κέρμα 2 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1988
– Όψη Α’: Ναυτικό σύμβολο του 1821
– Όψη Β’: Μαντώ Μαυρογένους - Κέρμα 5 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1976
– Όψη Α’: Ονομαστική αξία
– Όψη Β’: Αριστοτέλης - Κέρμα 10 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1976
– Όψη Α’: Σύμβολο ατόμου
– Όψη Β’: Δημόκριτος - Κέρμα 20 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1990
– Όψη Α’: Κλαδί ελιάς
– Όψη Β’: Διονύσιος Σολωμός - Κέρμα 50 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1986
– Όψη Α’: Αρχαϊκό ελληνικό πλοίο
– Όψη Β’: Όμηρος - Κέρμα 100 δραχμών
– Έτος πρώτης κυκλοφορίας: 1990
– Όψη Α’: Άστρο Βεργίνας
– Όψη Β’: Μέγας Αλέξανδρος
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ
Και ολοκληρώνουμε με τα τελευταία χαρτονομίσματα πριν την κατάργηση της δραχμής.
- Τραπεζογραμμάτιο 100 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 8 Δεκεμβρίου 1978
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Κεφαλή θεάς Αθηνάς
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: Αδαμάντιος Κοραής
– Χρώμα: Κόκκινο
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Ηνίοχου των Δελφών - Τραπεζογραμμάτιο 200 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 2 Σεπτεμβρίου 1996
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Ρήγας Φεραίος
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: “Κρυφό σχολειό”, ελαιογραφία Νικολάου Γύζη
– Χρώμα: Πορτοκαλί
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Φιλίππου Β’ - Τραπεζογραμμάτιο 500 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 1 Φεβρουαρίου 1983
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Ιωάννης Καποδίστριας
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: Φρούριο της πόλης της Κέρκυρας
– Χρώμα: Πράσινο
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Ηνίοχου των Δελφών - Τραπεζογραμμάτιο 1.000 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 1 Ιουλίου 1987
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Κεφαλή θεού Απόλλωνα
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: Ναός της Ήρας (Αρχαία Ολυμπία) & ο Δισκοβόλος του Μύρωνα
– Χρώμα: Καστανό
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Ηνίοχου των Δελφών - Τραπεζογραμμάτιο 5.000 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 1 Ιουνίου 1997
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: Τοπίο της Καρύταινας
– Χρώμα: Βαθυκύανο
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Φιλίππου Β’ - Τραπεζογραμμάτιο 10.000 δραχμών
– Ημερομηνία έκδοσης: 16 Ιανουαρίου 1995
– Κύρια παράσταση, όψη Α’: Γεώργιος Παπανικολάου
– Κύρια παράσταση, όψη Β’: Ασκληπιός
– Χρώμα: Ιώδες
– Ασφάλεια χαρτιού: Υδατογράφημα, κεφαλή Φιλίππου Β’
Αυτή ήταν μια σύντομη παρουσίαση της ιστορίας της δραχμής, από τον 7ο π.Χ. αιώνα, μέχρι και την 3η Μαρτίου του 2002, όταν έπεσε οριστικά η αυλαία για το νόμισμα που κάλυψε μια πορεία 2.700 χρόνων, από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας. Σήμερα, στα περισσότερα ελληνικά σπίτια υπάρχουν κάπου παραπεταμένα, φυλαγμένα ή ξεχασμένα κάποια παλιά κέρματα, για να θυμίζουν αλλοτινά χρόνια, από την τρύπια δεκάρα και το θρυλικό πενηνταράκι, μέχρι το χάρτινο – απόλυτο χαρτζηλίκι της δικής μου εφηβείας – πενηντάρικο και το δίφραγκο ή το τάληρο που έμπαιναν στα κόκκινα τηλέφωνα των περιπτέρων, απομεινάρια όλα τους μιας άλλης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί…
Πηγή: lifo.gr