Πριν από μερικές ημέρες ο Αντώνης Γαλανόπουλος δημοσίευε στην Parallaxi ένα σύντομο σχόλιο για το ιστορικό ντοκιμαντέρ του SKAI, «Καταστροφές και Θρίαμβοι». Εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Αντώνη για αυτή τη σειρά που μεταφέρει από το βιβλίο του στην τηλεοπτική οθόνη μας ο ιστορικός Στάθης Καλύβας, υπάρχει και μία παραπομπή προς μία εισήγηση του ιστορικού Αντώνη Λιάκου.
Εκεί ο εισηγητής επιχειρεί μία επισκόπηση της σύγχρονης Ελληνικής ιστοριογραφίας, και μου δίνει την αφορμή για μερικές σκέψεις.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Λιάκος, η ιστοριογραφία είναι ένα μείζων σημείο: “Οι θεωρήσεις και οι ερμηνείες της ελληνικής ιστορίας δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου. Αφορούν τον τρόπο με τον οποίο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, οι διαμορφωτές γνώμης και οι policy makers αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, το παρελθόν και το μέλλον του, με βάση τον οποίο χαράζουν πολιτική. Με λίγα λόγια, η ιστοριογραφία (…) διαμορφώνει την εικόνα της ιστορίας, το συνεχές ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν στο οποίο βρισκόμαστε και αναπνέουμε όλοι”.
Για τον γνωστό ιστορικό, λοιπόν, το «Καταστροφές και Θρίαμβοι» είναι μόνο ένα από τα πολλά βιβλία που, την τελευταία δεκαετία των διαδοχικών κρίσεων, επιχειρεί μία αναθεώρηση του τρόπου που «οι Έλληνες» θα ήταν καλό να διαμορφώνουν τη μεγάλη «εικόνα της ιστορία τους». Οι εποχές των κρίσεων προσφέρονται για τέτοιες σημαντικές αναθεωρήσεις, και έτσι, τα τελευταία χρόνια, το κυρίαρχο σχήμα (του σπουδαίου Ν. Σβορώνου) που κατανοούσε, ως τη δεκαετία του 80, τη σχέση της χώρας μας με τις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις ως συγκρουσιακή, μία σχέση άνισης εξάρτησης και επιβολής, αντικαθίσταται από το νέο, της «εταιρικής» ισοτιμίας, που υπερτονίζει τη σημασία της συνεργασίας για τη δημιουργία και την ανάπτυξη του Ελληνικού κράτους.
Ο στόχος αυτής της αναθεώρησης, για τον κ. Λιάκο, είναι να ξανά διαβάσει ο Έλληνας την ιστορία του με όρους αυτοπεποίθησης. Όχι σαν μία ατέρμονη καταστροφή, αλλά σαν μια ιστορία πισωγυρισμάτων μεν, αλλά και (οικονομικής) προόδου, στην οποία σημαντική θέση, περισσότερο ως φίλοι, παρά ως αντίπαλοι, έχουν και οι Δυτικοί της σύμμαχοι. Με αυτό τον τρόπο, ο Έλληνας θα μπορούσε να γίνει και περισσότερο υπεύθυνος μαθαίνοντας από τα δικά του λάθη από το να τα αποδίδει διαρκώς στους ξένους, και να αναγνωρίσει την Ευρώπη (και όχι τη Ρωσία για παράδειγμα), με ότι αυτή συμβολίζει, ως το δικό της φυσικό κόσμο. Πράγμα που συνδέεται με το κυρίαρχο δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής και της σχέσης μας με την Ε.Ε σήμερα.
Στη σύντομη εισήγηση του κ. Λιάκου, προϊόν διαχρονικής έρευνας πάντως, ο αναγνώστης μπορεί να βρει και άλλα ενδιαφέροντα σημεία, αλλά και να εντοπίσει τις μελέτες εκείνες, που μέσω της εκδοτικής τους επιτυχίας, αναθεωρούν την αντίληψη μας για τον ιστορικό χρόνο. Εμένα μου κέντρισε το ενδιαφέρον ένα σχόλιο του συγγραφέα, τη στιγμή ακριβώς που σχολιάζει το δημοφιλές βιβλίο του Κώστα Κωστή που αναφέρεται στους Έλληνες ως «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας».
Παρατηρείται και εδώ, όπως συμβολίζει και ο εύγλωττος τίτλος του βιβλίου, ένα κοινό ιστοριογραφικό μοτίβο. Προβάλλεται στο παρόν της κρίσης και της αποτυχίας μία αντίληψη για τη διπλή ταυτότητα των Ελλήνων. Από τη μία η κανονική, όπως θα έπρεπε να είναι, στην οποία ο Έλληνας παρουσιάζεται ως «σύγχρονος» και «Ευρωπαίος», υπεύθυνος για την ιστορία του, στην αιχμή των καινοτομιών. Από την άλλη η κακή, με τον Έλληνα ως «παραδοσιακό», ανατολίτη, με κουσούρια που κληρονόμησε από την Τουρκοκρατία, γκρινιάρη σαν ένα κακομαθημένο παιδί, διαρκώς να απαιτεί χωρίς να δίνει αρκετά.
Δεν είναι άραγε αυτή η εικόνα, αναρωτήθηκα, μέσω της οποίας μας προσεγγίζει, τους περισσότερους από εμάς που «γκρινιάζουμε», η κυβέρνηση μας;
Η χρήση της λέξης «Ελλάδα» εδώ γίνεται για να δηλωθεί ένας κοινός συμβολικός τόπος και ένα πρόγραμμα στο οποίο πρέπει όλοι οι κάτοικοι της χώρας με δικαιώματα και υποχρεώσεις να συγκλίνουμε. Φυσικά, σε σύνθετες κοινωνίες, ταξικά και πολιτισμικά διαιρεμένες, το «Ελλάδα» δηλώνει απλώς το ιδανικό. Ένα μεγάλο ιστορικό, και ενίοτε φυλετικά κατασκευασμένο, όλον, για του οποίου την προκοπή πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε τελικά ο καθένας μας ξεχωριστά ως «Ευρωπαίοι», ανεξάρτητα από τη θέση μας σε μία κοινωνία ανισοτήτων και διακρίσεων. Με το οποίο υποδηλώνεται από την κυρίαρχη κυβερνητική αφήγηση, ανάλογα πάντα με την εκάστοτε περίσταση, να είμαστε/γίνουμε όλοι οι «άριστοι», η «Ελλάδα που δημιουργεί και παράγει», η Ελλάδα της «κανονικότητας», που δεν υποκύπτει στη «γκρίνια», την «εσωστρέφεια», στον παραδοσιακό ανατολισμό της και την «ανομία», η Ελλάδα «της δουλειάς».
Βέβαια, να πούμε σε αυτό το σημείο, δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε κυβερνήσεις, και τα αφηγήματα τους, με την κοπιώδη ακαδημαϊκή μελέτη. Ακόμα και όταν αυτή γίνεται με στόχο να μην είναι κριτική και ανεξάρτητη – κατά παραγγελία – από ένα μεγάλο δημόσιο αφήγημα μπορεί να αντλήσουν διαφορετικά κόμματα και θεσμοί, ή και απλοί πολίτες με ποικίλες πολιτικές προτιμήσεις και σκοπιμότητες.
Αν εστιάσουμε όμως στο σχόλιο του κ. Λιάκου, ότι αυτή η τελευταία προσπάθεια της αναθεώρησης στην ιστοριογραφία λειτουργεί με όλες τις απλουστεύσεις που ενέχουν οι δυισμοί – ή καλός ή κακός, ή δυτικός ή ανατολίτης, ή παραγωγικός ή «κακομαθημένος», ή εκσυγχρονιστής ή λαϊκιστής – χωρίς καμία δυνατότητα να είσαι κάτι άλλο δηλαδή (ή και τα δύο ταυτόχρονα), τότε αυτός ο έντονα πολιτικός μας συνειρμός γίνεται λιγάκι πιο έγκυρος. Διότι είναι ίδιον της πολιτικής αντιπαράθεσης να χωρίζει τον κόσμο σε καλούς και κακούς, και ως εκ τούτου δεν είναι καθόλου παράλογο να έχει ενσωματώσει τις αφηγήσεις αυτές στη συμπεριφορά της μια σειρά διαδοχικών κυβερνήσεων.
Μάλιστα, θα έλεγα εδώ ότι αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον ίδιον των διαχειριστών της εξουσίας γενικά στον τόπο μας. Αφορά στην αντίληψη τους για το πώς αυτή θα πρέπει να είναι, ποιος είναι ο ρόλος της, και άρα ξεπερνά τους ακαδημαϊκούς ή τους πολίτες που χρησιμοποιούν το δυισμό, ήπια ή επιθετικά, για να καταλάβουν κάτι. Αφορά δηλαδή στον πυρήνα της λειτουργίας της εξουσίας στην Ελλάδα.
Όπως παρατηρεί και ο κ. Λιάκος άλλωστε, τα αφηγήματα αυτά διακινούνται στη χώρα μας από ανθρώπους που βρίσκονται «στα πράγματα», είναι οι ελίτ, και έχουν ως στόχο το να σωφρονίζουν. Προσθέτω εγώ, χωρίς μεγάλη προσπάθεια προβάλλουν σε μία σύνθετη κοινωνία υπεραπλουστευτικές λογικές για το καλό και το κακό, με την ελπίδα οι κακομαθημένοι να πειθαρχήσουν σε κάποιο μεγάλο σχέδιο που χωράει τα πάντα, όπως το περιέγραψαν μόνο οι ίδιοι. Χωρίς να διερωτώνται με την ίδια ακαδημαϊκή στιβαρότητα ή ενσυναίσθηση για τις οπτικές γωνίες των «κακών» τους, ή για το αν το σχήμα τους γίνεται πιο πλούσιο όταν την κοινωνία την κοιτάξουμε από τις αναρίθμητες οπτικές που μπορούν να υπάρχουν μέσω αυτής – τις εργασιακές σχέσεις, την ιστορία των κοινωνικών δομών με τα ευεργετήματα τους, την ανθρωπολογία ιδίως στον καιρό της κρίσης, αλλά και αυτή του παρελθόντος κτλ.
Όμως ήδη εδώ μιλάμε για κάτι άλλο από το Ελληνικό κράτος μέσα από τη διαχρονική του πορεία. Το οποίο όπως και όλα τα κράτη, επιθυμεί να σωφρονίσει τους πολίτες του, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Αλλά που σε αντίθεση με τα κράτη που συνήθως θαυμάζει η ελίτ που μας αφορά, έχει δημιουργήσει για την εξουσία του μία κουλτούρα ανυπόφορου συγκεντρωτισμού και εμμονής με την κρατική επιβολή. Και μία εικόνα για τους πολίτες του ως ανεύθυνων όταν αυτοί συμπεριφέρονται ως πολίτες, και ως ατόμων με πολλές ευθύνες όταν παράγουν αρκετό ΑΕΠ για να γλιτώσει η χώρα από την χρεωκοπία.
Έτσι, ενώ σε όλα τα μικρά η κυρίαρχη ελίτ μας είναι καθόλα όπως πρέπει, γεμάτη αυτοπεποίθηση και προσιτή, στη λειτουργία στο αξίωμα και στο ήθος της, όταν κοιτάει τα πράγματα, καταλήγει τις περισσότερες φορές να είναι φοβική, να τα θέλει όλα για τον εαυτό της, και να αισθάνεται υπεράνω. Για παράδειγμα να μη δέχεται να ενισχύσει τους δήμους και τις περιφέρειες με προσωπικό, κονδύλια και αρμοδιότητες, ή να μην εμπιστεύεται τα πανεπιστήμια και άλλους ανεξάρτητους θεσμούς, διότι και αυτά, όπως και οι πολίτες της είναι αναξιόπιστα, και χρειάζονται για αυτό την παρέμβαση της αστυνομίας για να γίνουν «κανονικά».
Κλείνω πάντως με το εξής που μου φαίνεται το πιο καλό παράδειγμα όλων. Συζητώντας με φίλη εκπαιδευτικό στην Ελλάδα, που εργάστηκε κάποτε στα σχολεία της Φινλανδίας, αυτή μου μετέφερε την εμπειρία της από την εξέταση στο μάθημα των θρησκευτικών.
Εκεί, όπως και σε όλα τα μαθήματα, το παιδί νομίζουν ότι θα είναι πιο άριστο χωρίς την επιτήρηση του μεγάλου δασκάλου, και στο διαγώνισμα το αφήνουν να επιλέγει μόνο του τα θέματα που θα θίξει, και να εργαστεί και σε ομάδες. Στο αντίστοιχο διαγώνισμα, και δη των θρησκευτικών, στην Ελλάδα, 200 χρόνια μετά, το παιδί μπαίνει στην αίθουσα με την εικόνα της Παναγίας πάνω από ένα μαυροπίνακα, ο δάσκαλος βρίσκεται από πίσω για να μην τύχει και κλέψει, και το θέμα είναι πάντα μόνο Ένα. Αυτό αφορά δηλαδή πάντοτε στον ίδιο Θεό, που αν δεν θέλεις να σε θεωρήσουν άτακτο μερικά βλέμματα, πρέπει πάντοτε να δείχνεις ότι τον αγαπάς, ακόμα και αν σε όλη την υπόλοιπη σου ζωή αυτός (ή εσύ) δεν έχει καταπιαστεί ποτέ ισότιμα μαζί σου (του)…
Σημ. Η γελοιογραφία από το 1883 απεικονίζει τις μάταιες προσπάθειες του Χαρ. Τρικούπη να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα με δάνεια από την Ευρώπη, ενώ την ίδια ώρα ο υπουργός των οικονομικών του Παύλος Καλλιγάς φορτώνει με φόρους το λαό. Η συνέχεια είναι μάλλον λίγο πολύ γνωστή, αποτυπώνοντας μάλλον την παραδοξότητα της ζωής, παρά την σαφήνεια και την καθαρότητα με την οποία συνήθως την προσεγγίζουμε…
Πηγή: parallaximag.gr