Στις 26 Απριλίου 1986, λίγο πριν το Πάσχα, δύο εκρήξεις στον αντιδραστήρα 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο Τσερνόμπιλ της σημερινής Ουκρανίας, τότε Σοβιετικής Ενωσης, οδήγησαν σε τεράστια έκλυση ραδιενέργειας και στο σχηματισμό ραδιενεργών νεφών.
Ηταν ξημερώματα όταν οι εργαζόμενοι στον αντιδραστήρα 4 άρχισαν τις προγραμματισμένες εργασίες για μία δοκιμή που σκοπό είχε να ελέγξει τα συστήματα ασφαλείας, αλλά κατέληξε στο μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα όλων των εποχών.
Στη 1:23 το πρωί, η αλυσιδωτή αντίδραση στον τέταρτο αντιδραστήρα βγήκε εκτός ελέγχου, κανένα από τα δεκατρία συστήματα ασφαλείας δεν λειτούργησε και οι διαδοχικές εκρήξεις τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο κάλυμμα του αντιδραστήρα, βάρους χιλίων τόνων. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκαν στον αέρα και μεταφέρθηκαν στις γύρω περιοχές με ταχείς ρυθμούς.
Επί δέκα ημέρες, τα φλεγόμενα πυρηνικά καύσιμα απελευθέρωναν στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια ραδιενεργά στοιχεία, σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε 200 ατομικές βόμβες όπως εκείνες που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ραδιενεργός σκόνη απλώθηκε πάνω από όλη την Ευρώπη και μέχρι το Βόρειο Πόλο. Χρειάστηκαν 7.000 τόνοι μετάλλου και 400.000 κυβικά μέτρα σιδηροπαγούς σκυροδέματος, προκειμένου να θαφτούν οι εκατοντάδες τόνοι πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών συντριμμιών μέσα σε μια σαρκοφάγο.
Λίγες μέρες μετά την έκρηξη και αφού δεκάδες πυροσβέστες που είχαν επιχειρήσει να περιορίσουν τη φωτιά στον αντιδραστήρα είχαν πεθάνει και εκατοντάδες άλλοι στην περιοχή ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο, βροχοφόρα νέφη πέρασαν πάνω από την Ελλάδα.
Τα σύννεφα απελευθέρωσαν νερό και κατακρήμνισαν ραδιενεργά στοιχεία σε ένα μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής χώρας, και κυρίως σε περιοχές όπως τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα, η περιοχή δυτικά της Λάρισας, η Νάουσα, η Αλεξάνδρεια Ημαθίας και η Κατερίνη.
Μετρήσεις που έγιναν τις αμέσως επόμενες ημέρες σε αυτές τις περιοχές από το Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ και τον αείμνηστο Σίμο Σιμόπουλο έδειξαν συγκεντρώσεις Καισίου 137, από 140 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο στην Καρδίτσα μέχρι 35 kbk/m2 στα Γρεβενά. Οι συγκεντρώσεις αυτές μειώθηκαν πολύ την επόμενη χρονιά (15 kbk/m2 στην Καρδίτσα και 3-5 kbk/m2 στα Γρεβενά), ενώ το 2009 είχαν ήδη περιοριστεί στο 1 kbk/m2 και 0,5 kbk/m2 αντίστοιχα.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν ακόμα ίχνη των ραδιενεργών στοιχείων, χωρίς όμως να μπορεί να γίνει εκτίμηση για τον βαθμό επιβάρυνσης της δημόσιας υγείας. Είναι γνωστό πως το ραδιενεργό Καίσιο συνδέεται με την εμφάνιση καρκίνου του πεπτικού συστήματος. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει καταγραφεί στην Ελλάδα κάποια συσχέτιση των αυξημένων επιπέδων ραδιενέργειας με αύξηση των συγκεκριμένων νεοπλασιών.
Σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, «η εκτίμηση των θανάτων και της νοσηρότητας που προκλήθηκαν από έκλυση ραδιενέργειας είναι πολύ σύνθετη υπόθεση. Η ασθένεια μπορεί να εκδηλωθεί από 10-30 χρόνια μετά την έκρηξη, γεγονός που δυσκολεύει την όποια εκτίμηση. Γι’ αυτό και είναι μεγάλο το εύρος των σχετικών υπολογισμών. Επίσημες τεκμηριωμένες μελέτες υπολογίζουν τους θανάτους που οφείλονται στο Τσερνόμπιλ σε 20.000 – 100.000 στην Ευρώπη, στα έτη που μεσολάβησαν».
Τα χρόνια πέρασαν και καθώς πλησίαζε η 30η μαύρη επέτειος από το ολέθριο δυστύχημα, Ελληνες επιστήμονες ανίχνευσαν ποσότητες του ραδιενεργού Καισίου 137 σε περιοχές της Βορειοδυτικής Ελλάδας.
Αυτό που είχε προκαλέσει έκπληξη στους ειδικούς είναι ότι το Καίσιο 137, το οποίο αποτελεί ένα ανθρωπογενές στοιχείο – κατάλοιπο πυρηνικής έκρηξης – έμεινε στις ίδιες περιοχές της Ελλάδας στις οποίες έπεσε το 1986.
Το Καίσιο 137 είναι κατεξοχήν ραδιενεργό στοιχείο αλλά επί του παρόντος στη χώρα μας κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι επιπτώσεις είχε ή έχει στον άνθρωπο και στο οικοσύστημα. Εντοπίστηκε βεβαίως σε μικρότερες ποσότητες από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όμως όλα αυτά τα χρόνια ούτε τα χιόνια ούτε οι βροχές στάθηκαν ικανές να ξεπλύνουν τα εδάφη από την παρουσία του. Ο μεγαλύτερος όγκος του Καισίου 137 – που εκπέμπει ακτινοβολία Γ – βρισκόταν στα πρώτα 10 εκατοστά του εδάφους.
Τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Καισίου 137 εντόπισαν οι επιστήμονες στο βόρειο τμήμα του Νομού Τρικάλων και στο νότιο τμήμα του Νομού Γρεβενών». Επισκέφθηκαν περιοχές στις οποίες, όπως είχε αποδειχθεί από μετρήσεις που είχε διενεργήσει τη δεκαετία του 1990 ο Σίμος Σιμόπουλος, είχαν κατακαθήσει μεγάλες ποσότητες Καισίου 137, προερχόμενες από την έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ.
Τα δείγματα που έλαβαν οι ειδικοί έδειξαν ότι τα κατάλοιπα εκείνης της καταστροφής δεν είχαν εξαλειφθεί από εδάφη της χώρας. Ηταν δείγματα εδάφους σε βάθος μέχρι 30 εκατοστά από μη καλλιεργούμενες εκτάσεις ημιορεινών περιοχών των δύο νομών. Τα αποξήραναν με αέρα και τα κοσκίνισαν ώστε κάθε σωματίδιο εδάφους να είναι μικρότερο από 2 χιλιοστά.
Στη συνέχεια τα μετέφεραν στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όπου με τη μέθοδο της φασματοσκοπίας ακτίνων Γ υψηλής διακριτικής ικανότητας, μέτρησαν πόσο επιβαρημένα ήταν τα δείγματα από τη ραδιενέργεια του εκλύθηκε από το Τσερνόμπιλ. Διαπίστωσαν ότι η περιεκτικότητα των εδαφών σε Καίσιο 137 κυμαινόταν ως επί το πλείστον από 20 μπεκερέλ ανά κιλό χώματος μέχρι 97 μπεκερέλ η μέγιστη τιμή, που συνιστά «ανησυχητικό επίπεδο».
Το Καίσιο 137 δεν υπάρχει μόνο του στη φύση. Προέρχεται από εκρήξεις σε πυρηνικούς αντιδραστήρες ή πυρηνικές δοκιμές. Ακόμη και από εκρήξεις ατομικών βομβών. Αν μπορούσε κανείς να δει με μικροσκόπιο τα εδάφη της χώρας στα οποία υπάρχει ακόμη, θα έβλεπε άτομα καισίου προσκολλημένα σε σωματίδια εδάφους. «Το γεγονός ότι ακόμη και σε βάθος μόλις πέντε εκατοστών εντοπίστηκε Καίσιο 137 σημαίνει ότι όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε έτσι όπως έπεσε για πρώτη φορά».
Πηγή:in.gr