Η Θεσσαλονίκη έξω από το νοητό τετράγωνο Δωδεκανήσου, Αγγελάκη, Νίκης, Εγνατία
Απόψε έκανα κάτι που ήθελα να κάνω καιρό. Να διασχίσω όλη την πόλη μου με το μηχανάκι. Να δω με τα μάτια μου όσα υποψιάζομαι καιρό τώρα, να βεβαιωθώ ότι δεν αδικώ κανέναν με όσα κατά καιρούς γράφω.
Αφορμή της βόλτας ήταν η παρατήρηση του Χριστουγεννιάτικου στολισμού της πόλης. Στα πέριξ. Η Θεσσαλονίκη καλώς ή κακώς, δεν είναι το νοητό τετράγωνο που περικλείεται από τη Δωδεκανήσου, την Αγγελάκη, την Νίκης και την Εγνατία. Αυτό είναι το περίβλεπτο σημείο που βλέπουν οι τουρίστες, οι επισκέπτες της και όσοι κατεβαίνουν στο κέντρο για ψώνια ή διασκέδαση.
Η Θεσσαλονίκη είναι οι γειτονιές της. Είναι οι κοινότητες του δήμου που επιδεικτικά αγνοούν οι προύχοντες της που συνήθως διαμένουν στο νοητό τετράγωνο, την νέα παραλία ή το Πανόραμα.
Όμως μια πόλη δεν είναι μόνο η βιτρίνα της. Αγαπάω πολύ αυτή την πόλη. Την τριγυρίζω από παιδία με μανία. Ξέρω κάθε της γωνία, ακόμα και κείνες που δεν έχει λόγο κανείς να τριγυρίσει.
Ανέβηκα λοιπόν νωρίς το απόγευμα στο μηχανάκι μου και ξεκίνησα από την Κηφισιά και τις παρυφές του Βότση, ανηφόρισα στη Χαριλάου, διέσχισα όλη την Κάτω και Άνω Τούμπα, πέρασα από την Τριανδρία, τις 40 Εκκλησιές, την Ευαγγελίστρια, την Κασσάνδρου, την Αγίου Δημητρίου, έφτασα στην Παναγία Φανερωμένη, κατέβηκα στη Λαγκαδά, την Ξηροκρήνη, κατηφόρησα στους Άγιου Πάντες, την Γιαννιτσών, τα Ξυλάδικα, τα παραβαρδάρια, τις παλιές γειτονιές του Διοικητηρίου, της Φιλίππου, της Ολύμπου, της Ροτόντας, πήγα κάτω από τη Λεωφόρο Στρατού, πέριξ της Αγίας Τριάδος, ξεμάκρυνα στη Δελφών, στο Ιπποκράτειο, τη Μπότσαρη, τη Μαρτίου, τη Βούλγαρη και το Βαφοπούλειο.
Επί δύο ώρες οδηγούσα και έβλεπα. Σταματώντας όπου τα πράγματα γινόταν πιο ασφυκτικά. Εκεί που ο στολισμός της γιορτής είναι ανέκδοτο.
Σε δρόμους θεοσκότεινους με κλειστά ξενοίκιαστα μαγαζιά, σε πεζοδρόμια που είχαν κατεβάσει παλιά έπιπλα και στρώματα, σε σκοτεινές γωνιές που κοιμόταν σκιές, άστεγοι, δεκάδες κορίτσια από μακρινές χώρες που έκαναν πεζοδρόμιο, ντίλια ναρκωτικών πίσω από το σταθμό.
Η Εγνατία κλειστή από το Βαρδάρη και πέρα, λόγω της πορείας με αφορμή το θάνατο του νεαρού ρομά, εκατοντάδες αστυνομικοί με ασπίδες και μάσκες, είκοσι ζητάδες είχαν σταματήσει στην Ιασωνίδου τρεις πιτσιρικάδες και τους κρατούσαν χωρίς λόγο για ώρα ακίνητους, εκατοντάδες ταλαίπωροι περίμεναν λεωφορεία που δεν θα ερχόταν ποτέ στις στάσεις της κλειστής Εγνατίας για να γυρίσουν σπίτι τους στα προάστια. Σπασμένα πεζοδρόμια, λακκούβες, πρόχειρα ριγμένη άσφαλτο, στάσεις χωρίς παγκάκια, ρημαγμένα μνημεία.
Είδα παντού πεζοδρόμια γεμάτα φύλλα και βρωμιά, παιδάκια που χαμογελούσαν στο χριστουγεννιάτικο χωριό της πλατείας Δικαστηρίων πλάι σε δυνάμεις των ΜΑΤ, οικοδομές του εξήντα με πεσμένους σοβάδες πλάι σε θλιβερά στολισμένα δέντρα και τα λιγότερο στολισμένα σπίτια από ποτέ.
Χθες βράδυ μου έλεγαν άνθρωποι του τουρισμού πόσο σπουδαία πηγαίνουν οι κρατήσεις των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στα ξενοδοχεία της πόλης. Πίσω από τη βιτρίνα του νοητού τετραγώνου, των εστιατορίων που ένα πιάτο φαγητό κοστίζει όσο ένα μεροκάματο και των πεντάστερων που ένα δωμάτιο τις γιορτές κοστίζει όσο ένας μισθός όμως υπάρχει μια άλλη πόλη. Μια πόλη που ζει μια δυστοπία παρακμής, έλλειψης ονείρου, οράματος, έγνοιας. Αυτή την πόλη είδα απόψε.
Αρθρογραφία Γιώργος Τούλας
Πηγή: parallaximag.gr