Η ιστορία του εντυπωσιακού γλυπτού του Ζογγολόπουλου στη βόρεια πύλη της ΔΕΘ που αποτελεί το πρώτο του ρεύματος της αφαίρεσης στην Ελλάδα.

Στέκει εδώ και 55 ολόκληρα χρόνια στη βόρεια πύλη της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Σιντριβανίου και αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη. Ελάχιστοι ωστόσο γνωρίζουν πως το ύψους 17 μέτρων έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου είναι το πρώτο γλυπτό της αφαίρεσης που απέκτησε η χώρα μας.

Η ιστορία του και κυρίως οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε το 1966 όταν και τοποθετήθηκε στη θέση όπου βρίσκεται, συνδέονται με την ιστορία της αφαίρεσης στην τέχνη. Οι συζητήσεις ασφαλώς προκλήθηκαν και από το τεράστιο μέγεθός του, το κεντρικό σημείο όπου βρίσκεται, αλλά και την ανάθεση από τη διοίκηση της ΔΕΘ στον καλλιτέχνη, ο οποίος έβαλε τη σφραγίδα του στη νεοελληνική τέχνη και χρόνια αργότερα κληροδότησε στην πόλη τις περίφημες Ομπρέλες του στην Νέα Παραλία.

Η ιστορία της ανάθεσης

Το γλυπτό της πλατείας Σιντριβανίου ήταν παραγγελία της τότε διοίκησης της ΔΕΘ, η οποία συνέλαβε την ιδέα να αναμορφώσει τις πύλες της έκθεσης. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ήταν εκείνη την εποχή ένα σπουδαίο γεγονός κι ένας σημαντικός θεσμός όχι μόνο για την πόλη, αλλά για όλη τη χώρα. Διαρκούσε έναν μήνα και η τελετή των εγκαινίων αποτελούσε μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό γεγονός. Το Φεστιβάλ Τραγουδιού που διοργανώνονταν την πρώτη εβδομάδα της ΔΕΘ και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο τέλος Σεπτεμβρίου, έφερναν στη Θεσσαλονίκη το εγχώριο jet set, αλλά και σύσσωμη την κυβέρνηση και τους βασιλείς.

Τα εγκαίνια της 31ης ΔΕΘ, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1966 έγιναν από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, παρόντων του πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου, του υπουργού Συντονισμού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και όλων των υπουργών και υφυπουργών, του υπουργού Βορείου Ελλάδος Θεόδωρου Μανωλόπουλου και φυσικά πλήθος κόσμου. Όλοι πέρασαν από την πύλη στην πλατεία Σιντριβανίου και στάθηκαν για λίγο μπροστά από το εντυπωσιακό γλυπτό.

Η διοίκηση της ΔΕΘ με πρόεδρο τον εκδότη και επιχειρηματία Ιωάννη Βελλίδη και γενικό διευθυντή τον λογοτέχνη και ιδρυτή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, Παύλο Ζάννα, προκήρυξε διαγωνισμό για τη φιλοτέχνηση ενός γλυπτού που θα εισήγαγε το κοινό στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης. Στην κριτική επιτροπή μεταξύ άλλων ήταν ο Πάτροκλος Καραντινός, ο αρχιτέκτονας που εισήγαγε στην ελληνική αρχιτεκτονική το ρεύμα του μοντερνισμού, ενώ στην αρχιτεκτονική μελέτη του χώρου -υπό τους αρχιτέκτονες Ι. Κούτση και Π. Καναβό- συνεργάστηκε ο ζωγράφος Μιχάλης Κατζουράκης.

Η ιδέα και η σημειολογία του γλυπτού

Ο Ζογγολόπουλος παρουσίασε την ιδέα, η διοίκηση της ΔΕΘ την υιοθέτησε και πήρε έτσι την ανάθεση για να στήσει το γλυπτό του. Το υλικό που χρησιμοποίησε ήταν cor-ten, ένα είδος μεταλλικού κράματος από οξειδωμένο χάλυβα και λαμαρίνες που αντέχει στην ατμοσφαιρική διάβρωση και δεν χρειάζεται χρωματισμό. Το έφερε όλο από τη Γαλλία, καθώς στην Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό.

Το γλυπτό έχει ύψος 17 μέτρα και οι απαντήσεις στο ερώτημα «τι παριστάνει;» είναι πολλές. Ο ίδιος ο Ζογγολόπουλος είχε πει πως απεικονίζει αφαιρετικά τη Νίκη της Σαμοθράκης, δεδομένου όμως ότι διακρίνονταν για την ειρωνεία και το οξύ χιούμορ του, μάλλον η απάντηση αυτή δεν ευσταθεί. Μελετητές του γλυπτού και σύγχρονες εργασίες πάνω σε αυτό, αναφέρουν ότι συμβολίζει τον δυναμισμό της ΔΕΘ και κατ΄επέκταση της πόλης, την ανάπτυξή της καθ΄ύψος, την ανοδική πορεία της οικονομίας.

«Η ένταξη του γλυπτού στην είσοδο της Πύλης του Σιντριβανίου και μέσα στο κεντρικό σημείο της πόλης, δημιουργεί μαζί με ένα σύγχρονο πλαστικό στοιχείο πολύ σχετικό με τον χαρακτήρα της εκθέσεως -χώρος παλλόμενος από σύγχρονες τεχνικές επιτεύξεις- και φυσιογνωμικό στοιχείο της πόλης μια και στάθηκε μόνιμα εκεί. Ίσως ακόμα και το τελικό χρώμα του γλυπτού να δημιουργεί κάποια σχέση με το διάχυτο Βυζαντινό χαρακτήρα που δίνουν τα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Τελικά έχουμε ένα παράδειγμα ότι υπάρχουν δυνατότητες για ανάλογα γλυπτά και σε άλλες πόλεις της χώρας», έγραψε ο καλλιτέχνης και οι κριτικοί στάθηκαν ιδιαίτερα στη προσπάθεια σύνδεσης με τα βυζαντινά μνημεία της πόλης.

«Η βυζαντινολατρεία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στους πνευματικούς κύκλος της πόλης, κατά τον μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια», γράφει σε ένα κριτικό κείμενο για το γλυπτό, ο ιστορικός τέχνης και διδάσκων στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., Παναγιώτης Μπίκας.
Σύμφωνα με τον κ. Μπίκα,«η σύνδεση αφαίρεσης και Βυζαντινής τέχνης δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την πόλη. Ήδη από το 1960 ο Νίκος Σαχίνης είχε αναφέρει σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι η τέχνη της αφαίρεσης στον τόπο μας είναι βασικά η μόνη που μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της βυζαντινής εικαστικής ισορροπίας μας».

Οι αντιδράσεις προς το έργο και τον καλλιτέχνη

Ο Ζογγολόπουλος περίμενε ότι το έργο του θα προκαλέσει αντιδράσεις, μάλιστα σε ένα γράμμα που έστειλε τον Νοέμβριο του 1966, στον διανοητή και τεχνοκριτικό, Τώνη Σπιτσέρη, ανέφερε: «Άκουσα ό,τι περίμενα από Θεσσαλονικιούς -ερασιτέχνες ζωγράφους – πολύ γελοίοι. Γράψανε καλά οι πανεπιστημιακοί και μερικοί αρχιτέκτονες. Δεν ανακατώθηκαν καθόλου οι Αθηναίοι αισθητικοί».

Στον πολυτελή κατάλογο που κυκλοφόρησε η ΔΕΘ το 1966, το γλυπτό απουσιάζει. Η ειρωνεία είναι πως σε αυτόν την επόμενης χρονιάς, του 1967, μπήκε η φωτογραφία του μεταξύ των σελίδων όπου υπήρχε το μήνυμα του Γεώργιου Παπαδόπουλου.

«Μια τρομερή φάρσα της ιστορίας, αφού το πρώτο αφηρημένο δημόσιο γλυπτό έμελε να δημοσιευτεί στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης που γίνεται με ευθύνη της δικτατορίας», σημειώνει ο κ. Μπίκας.

Ο Πάτροκλος Καραντινός, καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής και μέλος της κριτικής επιτροπής υπερασπίστηκε την επιλογή του γλυπτού. «Τέλος να εξάρω το γεγονός ότι μέσα στο πλήθος των άθλιων έργων που κακοποιούν με την παρουσία τους δημόσιους χώρους, πολύτιμα κέντρα ζωής των πόλεών μας, ένα άξιο έργο ορθώνεται, παρήγορο μήνυμα καλού για το μέλλον», έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα Μακεδονία, λίγο μετά το στήσιμο του γλυπτού.

Σθεναρά υπερασπίστηκαν το έργο του Ζογγολόπουλου, ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Δημήτρης Φατούρος, αλλά και ο καθηγητής Αρχαιολογίας, Μανόλης Ανδρόνικος, ενώ ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Χρύσανθος Χρήστου υποστήριζε ότι το γλυπτό βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις αναζητήσεις της εποχής.

Στους πολίτες έμεινε «το εκατομμύριο» και έτσι αποκαλούσαν το γλυπτό, που κόστισε 1 εκατομμύριο δραχμές.

Ο Δημήτρης Αγραφιώτης, πρόεδρος της Ενώσεως Βορείου Ελλάδος “Πολύγνωτος Παιώνιος” -μια Ένωση που σκοπό της είχε «να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του μοντέρνου πνεύματος», έγραψε έναν λίβελο εναντίον του γλυπτού και του καλλιτέχνη.

«Τώρα, αν μια ολόκληρη πολιτεία το αποστρέφεται (σ.σ.: το γλυπτό), το καταδικάζει, αγανακτεί, εξοργίζεται, απορεί, το χλευάζει, ζητά το άμεσο σήκωμά του, δεν βαριέσαι, τι ξέρουν αυτοί όλοι οι ‘σκιτζήδες’ από τέχνη; Πώς θα καταλάβουν ένα αριστούργημα που βγήκε από τα χέρια εκείνου που ‘προηγείται της εποχής του’(!)…..Ζήτω ο λαός της Θεσσαλονίκης με το ανεπτυγμένο γούστο, που θα διώξει από την πόλη το σκιάχτρο που στήθηκε μπροστά στη ΔΕΘ, για να μη μπορούν τα παιδάκια να περνούν από ‘κει κοντά[…]. Έχουν χάσει (οι καλλιτέχνες του ρεύματος της αφαίρεσης) κάθε τσίπα αιδημοσύνης μπροστά στα εύκολα κέρδη που τους αποφέρει η μέσα σε δύο δευτερόλεπτα κατασκευή έργου, που το κάνει στον ίδιο χρόνο μέσα και μια ουρά ενός όνου. Όπως η ουρά τού όνου του Πικάσο».

Ο Αγραφιώτης δεν ήταν ο μόνος πολέμιος του γλυπτού. Ο Ζογγολόπουλος έγραφε το 1969 πως ο πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Ανδρέας Γεωργιάδης, συγχαίρει με επιστολή του την Ένωση Ζωγράφων και Γλυπτών Βορείου Ελλάδος «δια τον υπ΄αυτής αναληφθέντα αγώνα κατά της εκτροπής της τέχνης εκ της ορθοδόξου γραμμής της».

Δέκα χρόνια μετά κι ενώ ο κουρνιαχτός δεν είχε καταλαγιάσει, η εφημερίδα Δράσις έκανε μία έρευνα με τίτλο «Σας αρέσει το γλυπτό;»

Ο Χρύσανθος Χρήστου απάντησε ότι «θεωρώ το γλυπτό σαν μια αναμφίβολα γνήσια καλλιτεχνική έκφραση, που βρίσκεται σε σχέση με την εποχή μας….», εννοώντας σε αρμονία με τις αναζητήσεις της εποχής, ο Δημήτρης Φατούρος έδινε συγχαρητήρια στη διοίκηση της ΔΕΘ σημειώνοντας ότι με την επιλογή της αυτή «η Θεσσαλονίκη βρίσκεται όχι απλώς στην πρώτη σειρά των αντίστοιχων προσπαθειών στα Βαλκάνια, αλλά και μέσα στην Ευρώπη». Όσο για τον Μανόλη Ανδρόνικο δήλωνε «πρόθυμος να συζητήσω μόνο αν ήμουν βέβαιος ότι οι αντιρρήσεις και οι αντιδράσεις στηρίζονται σε καλλιτεχνικά κριτήρια, όχι όμως να απαντήσω στο αφελές ερώτημα των περισσότερων; τι παριστάνει;»

Σε όλες τις αναφορές του, προφορικές ή γραπτές, ο Ζογγολόπουλος τόνιζε και υπερθεμάτιζε πως ήθελε να κάνει ένα σύμβολο για την πόλη. Ένα έργο που θα αποτελεί σημείο αναφοράς στο διηνεκές, που θα αποπνέει ελληνικότητα, ενδόμυχα ίσως να ήθελε να βάλει στην καθημερινότητα των πολιτών τη συζήτηση για τις νέες μορφές της τέχνης, τα νέα ρεύματα, την αφαίρεση και μάλιστα σε μια εποχή, που ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός ήταν στο απόγειό του και τα επόμενα χρόνια θα κυριαρχούσε ακόμη περισσότερο.

«…οι κραυγές θα σβήσουν, το έργο θα μείνει. Και δε θα χρειαστεί να το κρύψουμε μέσα στα φυλλώματα όπως άλλα….». Είχε τόσο δίκιο ο Μανόλης Ανδρόνικος.

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial