Δέκα χρόνια κλείνει σήμερα στην οδό Νικολάου Πλαστήρα 3 το γνωστό εστιατόριο θαλασσινών, που αποτελεί γαστρονομικό προορισμό με πυξίδα την ποιότητα της πρώτης ύλης και την απλότητα στη γεύση
Βρίσκεται στο κατώφλι ενός αιώνα ιστορίας, έχοντας αφήσει το αποτύπωμά της στη γευστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης και μάλιστα με την ίδια φιλοσοφία επί 97 συναπτά έτη: ποιότητα πρώτης ύλης και απλότητα στη γεύση, δύο χαρακτηριστικά που την ταύτισαν στη συνείδηση του κόσμου με το καλό φαγητό.
Σήμερα η Μαύρη Θάλασσα Seafood Gastronomy, το γνωστό εστιατόριο θαλασσινών της οικογένειας Τοκίδη, γιορτάζει με ένα μεγάλο κάλεσμα στους φίλους της δέκα χρόνια παρουσίας στην οδό Νικολάου Πλαστήρα 3, στην Καλαμαριά, όπου μετακόμισε το 2013 από την Κάτω Τούμπα, το πρώτο της… σπίτι από το 1926.
Την τελευταία αυτή δεκαετία η Μαύρη Θάλασσα έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, δημιουργώντας έναν προορισμό γεύσης για απαιτητικούς, διατηρώντας όμως τον χαρακτήρα της αυθεντικό, χωρίς γευστικές φλυαρίες και πειραματικούς συνδυασμούς. Δεν είναι τυχαίο πως τα signature πιάτα της δεν είναι κάποιες πολύπλοκες παρασκευές, αλλά ο ταραμάς, το ταρτάρ καραβίδας, ακόμα και η χωριάτικη σαλάτα, όπου τα υλικά μιλούν από μόνα τους.
Με τον Αλέξανδρο Τοκίδη –γνωστό σε όλους ως κυρ Αλέκο- και τη σύζυγό του Σόνια στο «τιμόνι» και με τη νέα γενιά –την τέταρτη στη γαστρονομική οικογενειακή ιστορία- τον γιο τους Γιώργο να προετοιμάζει τη νέα της ψηφιακή εποχή, η Μαύρη Θάλασσα δικαιώνει το όνειρο του ιδρυτή της, Σάββα Τοκίδη, που ήρθε στη Θεσσαλονίκη από τη Μικρά Ασία το 1922 για μια καλύτερη ζωή.
Από το μικρό καφενείο με τους ιδιαίτερους μεζέδες και τους πιστούς θαμώνες η Μαύρη Θάλασσα έφτασε να αποτελεί ένα γαστρονομικό διαμάντι της Θεσσαλονίκης, που απασχολεί 40 άτομα, απευθύνεται πλέον σε όλες τις ηλικίες και μοιράζεται με τον κόσμο την κουζίνα της, όπου το αλάτι, το πιπέρι, το λάδι και το λεμόνι είναι τα μόνα που χρειάζονται για τη γευστική απογείωση.
Η Μαύρη Θάλασσα όμως ετοιμάζεται να κάνει και νέες κινήσεις, αξιοποιώντας τη δυναμική της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –πάνω από 300.000 άτομα την ακολουθούν- αλλά και ψηφιακά βήματα, όπως μια νέα σύγχρονη ιστοσελίδα όπου θα μπορεί κανείς να κάνει τηνonlineκράτησή του. Όσο δε για τη συμπλήρωση ενός αιώνα λειτουργίας το 2026, καταστρώνει ήδη μεγάλα σχέδια.
Από το καφενείο στην Κάτω Τούμπα στο seafood εστιατόριο της Νέας Κρήνης
Ο Σάββας Τοκίδης έφτασε στη Θεσσαλονίκη το 1922 μαζί με τη σύζυγό του Δραγγίνα και τα δύο μικρά παιδιά τους, τον Αλέξανδρο και τον Ευριπίδη. Εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Τούμπα και άνοιξαν το 1926 ένα καφενείο, τη Μαύρη Θάλασσα. Άλλωστε, ο μπάρμπα Σάββας είχε καφενείο στο Ζονγκουλντάκ, το οποίο ονόμαζε Καρά Ντενίς, Μαύρη Θάλασσα δηλαδή, κι έτσι μετέφερε το όνομα και τις γνώσεις του στο νέο του μαγαζί στην Κάτω Τούμπα.
Η προγιαγιά Δραγγίνα μαγείρευε μεζέδες που σύντομα κέρδισαν τον κόσμο: τηγανιτούς κεφτέδες, μελιτζάνα γεμιστή τουρσί, τηγανιτά ψαράκια, παστουρμάδες, λακέρδες, φασουλονταβάδες και σαρμαδάκια, αμπελοσαρμάδες, σουπιές γιαχνί, τζατζίκι, μελιτζανοσαλάτα, κολοκύθια, μελιτζάνες και πιπεριές τηγανιτές, ρέγγα, κολιό, τσιμένι καικαραμανλίδικα λουκάνικα.
Από τον φούρναρη και τον κουρέα μέχρι τον επιχειρηματία και τον παππού της γειτονιάς αυτοί ήταν οι θαμώνες του καφενείου.Ο μπάρμπα Σάββας έφτιαχνε τους καφέδες και μαζί με τη γυναίκα του μοχθούσαν, για να μεγαλώσουν τα δύο παιδιά τους. Μετά τον θάνατό του το 1947, ο Ευριπίδης και ο Αλέξανδρος στο πλάι της μητέρας τους συνέχισαν να γράφουν την ιστορία του μαγαζιού. Το 1960 όμως έφυγε από τη ζωή και ο Αλέξανδρος, έχοντας προλάβει να ξεκινήσει τη δική του οικογένεια με τη σύζυγό του Όλγα, με την οποία είχε αποκτήσει μια κόρη, την Ανθούλα, ενώ περίμενε κι ένα αγόρι, τον Αλέξανδρο, που πήρε και το όνομά του.
Ο Ευριπίδης ανέλαβε δράση και στο μαγαζί μπήκε ενεργά και η Όλγα, που μαγείρευε φαγητά και βοηθούσε από το σπίτι, στέλνοντας τις γεμάτες κατσαρόλες δεμένες με πετσέτες. Ο δε μικρός Αλέξανδρος Τοκίδης από 10 χρονών κατέβαινε στην αγορά Μοδιάνο και ψώνιζε για το μαγαζί,κάνοντας κι εκείνος τα πρώτα του βήματα. Βοηθούσε μάλιστα όσο μπορούσε και στην κουζίνα, φτιάχνοντας σαλάτες. Από τα 15 του και μετά απέκτησε πιο ενεργό ρόλο δίπλα στον θείο του Ευριπίδη. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της γιαγιάς του Δραγγίνας το 1973, ανέλαβε εξολοκλήρου το μαγαζί και επένδυσε στη φιλοσοφία του μεζέ συνοδεία του ούζου. Ξεκινούσε από το πρωί να φτιάχνει καφέδες για τους πρωινούς πελάτες και στη συνέχεια υποδεχόταν τους παππούδες που έφταναν για να πιούν το ουζάκι τους. Όλο το προηγούμενο διάστημα στο πλευρό του θείου του και της μητέρας του μάθαινε να μαγειρεύει, αλλά και να ψωνίζει τις καλύτερες και ποιοτικότερες πρώτες ύλες από τις γνωστές αγορές της Θεσσαλονίκης.
Σε αυτή την ποιότητα επένδυσε κι ενώ στα διπλανά καφενεία μπορούσε να πιει κανείς το ούζο του με 100 δραχμές, ο Αλέξανδρος, Αλέκος για τους θαμώνες, χρέωνε 500, αφού στον μεζέ του είχε από αντζούγια Ισπανίας και σουπιά γιαχνί μέχρι κουτσουμούρες τηγανίτες και χταπόδι ψητό. Σε όλη αυτή την προσπάθεια στο πλευρό του ήταν και η σύζυγός του Σόνια που μπήκε ενεργά στο καφενείο και πρόσθεσε και τις δικές της μαγειρικές γνώσεις.
Από το 2000 κι έπειτα η Μαύρη Θάλασσα εξελίχθηκε σε εστιατόριο θαλασσινών, ανακαινίστηκε στο ίδιο σημείο, στην Κάτω Τούμπα, και έκανε το επόμενο βήμα, πηγαίνοντας από τους απλούς μεζέδες σε πιο εκλεπτυσμένες γεύσεις, διατηρώντας όμως πάντα τη γνήσια ψυχή της. Το 2013 δε, μετά από 87 ολόκληρα χρόνια, άλλαξε έδρα, μετακομίζοντας στη Νικολάου Πλαστήρα 3, στη Νέα Κρήνη σε έναν χώρο χωρητικότητας 220 ατόμων, που ατενίζει τη θάλασσα. Η ποιότητα που ήθελαν στη ζωή τους ο Αλέκος και η Σόνια αποτυπώθηκε στο νέο μαγαζί, που έγινε το νέο τους σπίτι και η γευστική επιλογή χιλιάδων καλοφαγάδων.
Πηγή: voria.gr