Μπιτ Παζάρ: Τα παλιατζιδικα της Θεσσαλονίκης χάνουν την αύρα του παρελθόντος

Thessaloniki Tourism - Μπιτ Παζάρ

Κατεβαίνοντας από την Ολύμπου, στην οδό Τοσίτσα, ο χρόνος αποκτά μια διαφορετική διάσταση, στην αγορά του Μπιτ Παζάρ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

«Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια» μένουν τραγουδούσε ο αείμνηστος Νίκος Παπαζόγλου. Είναι μια έκφραση που μπορεί να αποδώσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονικότητα και τη σχεδόν αναλλοίωτη φυσιογνωμία μιας από τις παλαιότερες αγορές στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αυτής του Μπιτ Παζάρ.

Κατεβαίνοντας από την Ολύμπου, στην οδό Τοσίτσα, ο χρόνος αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Τα παλαιοπωλεία που βρίσκονται θαρρείς εκεί από πάντα, αναδεικνύουν την παλαιότητα εποχών που πέρασαν και ταυτόχρονα κρατούν ζωντανές τις μνήμες.

Πάσης φύσεως αντικείμενα, έπιπλα, φωτιστικά, τηλέφωνα, ραδιόφωνα, μουσικά όργανα, δίσκοι μουσικής, παιχνίδια, βιβλία, καρτ ποστάλ, ρούχα, παραδοσιακές και στρατιωτικές στολές, καπέλα, ενθύμια, αξεσουάρ, κοσμήματα, συνυπάρχουν αρμονικά περιμένοντας με υπομονή το μαγικό άγγιγμα κάποιου αγοραστή συλλέκτη ή μη, που θα τους δώσει πίσω κάτι από τη χαμένη τους αίγλη.

Ο Παναγιώτης Κοττίδης, Πρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών Καταστηματαρχών Θεσσαλονίκης, έχει το παλαιοπωλείο στο Μπιτ Παζάρ, στην οδό Τοσίτσα από το 1989. Παλαιοπώλης, όπως λέει ο ίδιος, από μεράκι και αγάπη για το παλιό.

«Πριν ανοίξω το παλαιοπωλείο ήμουν συλλέκτης, μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι με τα παλιά αντικείμενα, το είχα σαν χόμπι και το έκανα επάγγελμα. Προσωπικά είχα μεγάλη αγάπη στα παλιά έπιπλα, τα ξύλινα, τις αντίκες. Τα έπαιρνα στα χέρια μου, τα δούλευα, τα επιδιόρθωνα, τα αναπαλαίωνα, τα έδινα ξανά ζωή. Με γοήτευε να βλέπω να ζωντανεύει ξανά ένα πεθαμένο αντικείμενο».

Ο Παναγιώτης, όπως και άλλοι επαγγελματίες του κλάδου, είδε την δουλειά να φθίνει από το 2007 και μετά έζησε στο πετσί του τα σκληρά χρόνια των μνημονίων. «Πολλοί συνάδελφοι δεν κατάφεραν να επιβιώσουν και έκλεισαν τα καταστήματά τους με πόνο ψυχής. Εδώ στην Τοσίτσα, πριν την κρίση δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις ξενοίκιαστο μαγαζί και τώρα υπάρχουν μαγαζιά που είναι χρόνια άδεια. Δεν υπάρχει το ενδιαφέρον να έρθει κάποιος να ανοίξει ένα παλαιοπωλείο».

Όπως επισημαίνει, όσοι έχουν απομείνει στην αγορά τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα: «Το μεροκάματο βγαίνει με το ζόρι και κάποιοι έχουν συσσωρεύσει χρέη. Προσωπικά περιμένω να έρθει η ώρα να βγω στη σύνταξη, να σηκωθώ να φύγω να γλιτώσω».

Αναφορικά με το επάγγελμα του παλαιοπώλη και τις δυσκολίες του λέει: «Ο όγκος είναι μεγάλος, πολλά και διαφορετικά αντικείμενα, τόσοι κωδικοί, πρέπει να αποκτήσεις μια εμπειρία για να ξέρεις πόσο μπορείς να το αγοράσεις, πόσο θα το πουλήσεις, αν επιδέχεται το αντικείμενο επιδιόρθωσης. Αν τα αντικείμενα είναι μεγάλα όπως λόγου χάρη έπιπλα πηγαίνουμε εμείς στο διαμέρισμα του πελάτη για να τα δούμε, να τα εκτιμήσουμε, αν πρόκειται για μικροαντικείμενα τα φέρνουν κατευθείαν στο μαγαζί».

Για αυτούς που τα αγοράζουν ο Παναγιώτης εκτιμά ότι το κάνουν από την αγάπη τους για το παλιό. «Κάποιοι είναι συλλέκτες και θέλουν να εμπλουτίσουν τις συλλογές τους, γιατί αναζητούν την αξία του κλασσικού και του σπάνιου όπως για παράδειγμα μια παλιά αναλογική φωτογραφική μηχανή, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι ψηφιακές φωτογραφικές των έξυπνων κινητών».  

Ένσς από τους τελευταίους καφετζήδες

Ο Μανώλης είναι ένας από τους τελευταίους παραδοσιακούς καφετζήδες της Θεσσαλονίκης. 

Το καφενείο μέσα στο Μπιτ Παζάρ είναι ελάχιστα τετραγωνικά που όλως παραδόξως χωράνε τα πάντα. Από τον κλασσικό ξύλινο πάγκο και τα ντουλάπια της κουζίνα, μέχρι το ψυγείο, το τραπεζάκι για την τηλεόραση και τη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι. Εκεί που τα παλαιότερα χρόνια κοιμόντουσαν οι ιδιοκτήτες του καταστήματος.

Ο Μανώλης πήρε σε μικρή ηλικία το κατάστημα από τον παλιό του ιδιοκτήτη πριν από 31 χρόνια. Ο πατέρας του είχε στην αγορά σιδεράδικο και ο ίδιος καταπιανόταν στο πλευρό του όταν απολύθηκε από τον στρατό. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου που είχε πια μεγαλώσει  και έβγαινε στη σύνταξη, επειδή τον συμπαθούσε και ήθελε να κάνει μια πιο καθαρή δουλειά χωρίς μουντζούρες, του πρότεινε να αγοράσει το καφενείο.

Το 1991 ο νέος καφετζής μαζί με κάποιους άλλους νεαρούς επαγγελματίες φρόντισαν να σουλουπώσουν την στοά, να την ομορφύνουν, να την κάνουν πιο φιλική και προσβάσιμη, προσπαθώντας να αποδιώξουν την όποια κακή φήμη είχε.

Έκτοτε βρίσκεται καθημερινά στις επάλξεις σερβίροντας ελληνικό καφέ, φραπέ, ροφήματα και αναψυκτικά. εκτός από εσπρέσο που τον αρνείται κατηγορηματικά. 

«Η αγορά είναι μια ζωή η ίδια, μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν και οι καταστάσεις. Πιο παλιά οι άνθρωποι εδώ δούλευαν, εδώ έτρωγαν, εδώ κοιμόντουσαν, πάνω στα πατάρια. Στις δύο το μεσημέρι χτυπούσε ο σιδεράς μια κουδούνα, η δουλειά σταματούσε και έστρωναν όλοι να φάνε. Υπήρχε ένα μικρό εστιατόριο που έφτιαχνε δύο φαγητά την ημέρα και όλοι αγόραζαν από αυτό. Ακόμη και σήμερα είναι σαν να είμαστε ένα μικρό χωριό μέσα στην πόλη, μια μικρή κοινωνία, καθημερινά είμαστε τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιοι πελάτες. Να σκεφτείς ότι έρχονται οι παλαιοπώλες τους κάνω τον καφέ και περιμένω να κάνουν πρώτα οι ίδιοι χερικό να πάρω το ένα ευρώ του καφέ».

Το πρόβλημα του παραεμπορίου

Οι παλαιοπώλες στον Μπιτ Παζάρ εκτός από την αναδουλειά και τα χρέη έχουν να αντιμετωπίσουν και τη μάστιγα του παραεμπορίου από τους πλανόδιους που στήνουν την πραμάτεια τους στα πεζοδρόμια ακόμη και μπροστά από τα καταστήματά τους.

Ως επί το πλείστον είναι Βούλγαροι ρακοσυλλέκτες οι οποίοι κάθε μέρα πηγαίνουν στο Μπιτ Παζάρ για να πουλήσουν αυτά που βρίσκουν στους δρόμους και στους κάδους των σκουπιδιών. Οι επαγγελματίες προσπαθούν να τους απομακρύνουν, ωστόσο χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με την απουσία αστυνομικών ελέγχων οι ρακοσυλλέκτες αποθρασύνονται. Σύμφωνα με τους επαγγελματίες, όταν γίνει καταγγελία και έρθει η αστυνομία, μαζεύουν άρον άρον την πραμάτεια τους, κρύβονται και όταν φύγουν οι αστυνομικοί εμφανίζονται εκ νέου. Το σωματείο των Παλαιοπωλών έχει απευθυνθεί με έγγραφα κατ’ επανάληψη στη δημοτική αστυνομία για να κάνει ελέγχους και να περιφρουρεί την αγορά χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα.

Τα παράπονα των κατοίκων

Τα τελευταία χρόνια εντός της αγοράς του Μπιτ Παζάρ ξεκίνησαν να λειτουργούν και καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Μια ομάδα κατοίκων της περιοχής, ωστόσο, εκφράζει κάποιες ανησυχίες και προβληματισμούς τόσο για την όχληση που, όπως λένε, προκαλείται όσο και για την ενδεχόμενη αλλοίωση της φυσιογνωμίας ενός διατηρητέου κτίσματος.

Η Τιτίκα Παπαδοπούλου, κάτοικος της περιοχής σημειώνει στη Voria.gr: «Κινητοποιηθήκαμε, συντάξαμε ένα κείμενο, να μαζέψουμε υπογραφές για να απευθυνθούμε στις αρμόδιες αρχές. Δεν θέλουμε να κλείσουν τα καταστήματα, είμαστε σαφείς ως προς αυτό, θέλουμε να μας σέβονται όπως ζητούν να τους σεβόμαστε. Υπάρχει πρόβλημα με την ηχορύπανση, ακόμη και πρωινές ώρες όταν είναι Σαββατοκύριακο. Επίσης υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τις καμινάδες τους που βγάζουν απίστευτη βρόμα, δεν μπορούμε να έχουμε ανοιχτό το παράθυρο. Αναφορικά με την πυρασφάλεια, υπάρχει; Αν συμβεί κάτι, μια μικρή πυρκαγιά, πως θα μπορέσουν να φύγουν οι θαμώνες, που παντού γύρω γύρω υπάρχουν κατασκευές;».

Από την πλευρά τους οι επαγγελματίες, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονται στη διαδικασία να προχωρήσουν στην κατάρτιση ενός σχεδίου για την ανάπλαση της πλατείας στο Μπιτ Παζάρ για να το καταθέσουν στη Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων. Το σκεπτικό είναι να γίνουν όσα χρειάζονται ώστε να τηρούνται αυτά που προβλέπει η απόφαση της ανακήρυξης της αγοράς ως διατηρητέας. Στόχος τους, όπως λένε, είναι με δικά τους χρήματα να γίνει η πλατεία και πιο όμορφη και πιο τουριστική.

Η ιστορία

Το Μπιτ Παζάρ χτίστηκε το 1928. Πρόκειται για οργανωμένη προσφυγική αγορά με στοές με ιδιότυπη τριγωνική γεωμετρία και αρχιτεκτονική οργάνωση που αξιοποιεί ευφυώς τη διαθέσιμη πρόσοψη για την κατανομή των καταστημάτων με εσωστρεφή και εξωστρεφή διάταξη. Συνδυάζει τον παραδοσιακό τύπο της αγοράς (περίκλειστη αυλή του εμπορικού χανιού του 19ου αιώνα με τα σύγχρονα δεδομένα της εποχής των ευρωπαϊκών στοών. Αποτελεί κατασκευή που βασίζεται στα σχέδια μελέτης ισόγειας «Αγοράς Παλαιών Αντικειμένων» που εκπονήθηκε από δύο μηχανικούς την εποχή του μεσοπολέμου, τον μηχανικό Δ. Φυλλίζη και τον αρχιτέκτονα Μ. Ρούμπενς και δημιουργήθηκε από τον «Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Παλαιοπωλών Θεσσαλονίκης».

Τα εγκαίνια της αγοράς έγιναν μάλιστα από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Φημολογείται ότι το όνομα Μπιτ Παζάρ σημαίνει «αγορά της ψείρας», που προήλθε από τα παλιά ρούχα που πωλούνταν στα καταστήματα και τα οποία ήταν γεμάτα ψείρες.

Η πλατεία του Μπιτ Παζάρ έχει επτά στοές και εξόδους στις οδούς Τοσίτσα και Oλύμπου.

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial