Σταθμός Βενιζέλου: Το ΚΑΣ άναψε το «πράσινο φως» για την αρχαιολογική έρευνα στη… Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου

Ολοκληρώνεται τους επόμενους μήνες η αρχαιολογική έρευνα στο σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης

Σταθμός Βενιζέλου: Το ΚΑΣ άναψε το «πράσινο φως» για την αρχαιολογική έρευνα στη... Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου

Να συνεχιστεί η αρχαιολογική έρευνα στο σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης, στα κατώτερα εδαφολογικά στρώματα, που ανήκουν στη Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου, αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το οποίο συζήτησε χθες τα αποτελέσματα της τρίτης φάσης των ανασκαφών, αυτής που αποκάλυψε ρωμαϊκά στρώματα και ελληνιστικά

Μετά και την απόφαση αυτή οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο σταθμό Βενιζέλου μπαίνουν ουσιαστικά στην τελική ευθεία αφού με αυτές ολοκληρώνεται τους επόμενους μήνες η έρευνα και το έργο προχωράει με όλες τις αρχαιολογικές προδιαγραφές και πρακτικές που απαιτούνται.

Το θέμα ήρθε χτες στο ΚΑΣ με τίτλο: «Έγκριση ή μη διατήρησης των αρχαίων καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν εντός κελύφους του σταθμού Βενιζέλου, από τo υψόμετρo +3,50μ. έως +2,00μ. (σχετικά βάθη από -8,10μ. έως -10,10μ.) το υψόμετρο +5.30/+4.40 έως το υψόμετρο +3.50 (σχετικά βάθη από -6.30/-7.20 έως -8.10), κατά την β’ φάση ανασκαφικής διερεύνησης στο πλαίσιο κατασκευής του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης».

Στη Θεσσαλονίκη, οι αρχαιότητες φτάνουν σε βάθος αρκετών μέτρων. Το τελευταίο στρώμα που ανασκάφηκε βρισκόταν σε βάθη από 8,10μ. έως 10,10μ. Ο σταθμός «Βενιζέλου» χωροθετείται στη διασταύρωση των σύγχρονων οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, στην καρδιά της βυζαντινής μητρόπολης. Ο αρχαιολογικός χώρος που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών στο πλαίσιο κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης αποτελεί διαχρονική μαρτυρία της πολεοδομικής οργάνωσης της πόλης που παραμένει αναλλοίωτη για 17 αιώνες.

Κατά την πρώτη φάση, οπότε και βρέθηκε το Βυζαντινό σταυροδρόμι, η Μέση Οδός (decumanus maximus) μια κάθετός της (cardo) και μια μαρμαρόστρωτη πλατεία (forum) ανοιχτή προς τον decumanus, περιβαλλόμενη δυτικά από στοά, μαζί με κτίρια ιδιωτικά και δημόσια, έχει ήδη αποσπασθεί και μεταφερθεί προσωρινά από τον Δημήτρη Κορρέ. Το ΚΑΣ συζήτησε τις μελέτες απόσπασής και μεταφοράς, όπως συνέβη και με τη δεύτερη φάση, όπου υπήρχαν αρχαιότητες των προχριστιανικών κυρίως χρόνων και των αρχών των βυζαντινών (2ος – 6ος αιώνας), όπως αναφέρει τοliberal.gr.

Η ανώτερη, βυζαντινή φάση, θα διατηρηθεί σχεδόν εν συνόλω, με «νησίδες» κατώτερων στρωμάτων, δηλαδή κάποια σημεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Στην τρίτη φάση, την τωρινή, αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. (ελληνιστικά και ρωμαϊκά). Οι ανασκαφείς λένε πως οι ανθρωπογενείς επιχώσεις συνεχίζονται, καθώς ολοκληρώνονται στη στάθμη του φυσικού, όπου και θεμελιώθηκε η Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου (315/316 π.Χ.).

Τα νεοαποκαλυφθέντα οικοδομικά κατάλοιπα αφορούν σε αποσπασματικά σωζόμενα δίκτυα υποδομών και καταστρώματα του προγενέστερου κύριου οδικού άξονα (decumanus) και του κάθετου (cardo) στο ύψος της σημερινής οδού Βενιζέλου – καθώς και τοιχοποιιών της πρώτης οικοδομικής νησίδας ΝΑ της διασταύρωσης των πρωιμότερων αυτών οδικών αξόνων.

Αποκαλύφθηκαν οκτώ επάλληλα καταστρώματα άλλα λιθόστρωτα, κατασκευασμένα με ποικίλα υλικά, όπως μικρές κροκάλες, σιδηροσκουριές, θραύσματα κεραμίδων και κεραμική και άλλα χαλικόστρωτα, με μικρά όστρακα, ίχνη καύσης και πηλοεπιφάνειες, τα οποία χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 1ο αιώνα π.Χ. Πήλινοι αγωγοί που είχαν εντοπισθεί και στο δυτικό φρεάτιο, συμπληρώνουν την εικόνα των υποδομών σε αυτή την ενότητα της πόλης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά ανασκαφικά στοιχεία, οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν έναν νέο οδικό άξονα με κατεύθυνση Β>Ν, ο οποίος είναι είτε μετατοπισμένος δυτικότερα του cardo του 4 ου αιώνα ή είχε ένα ευρύτερο πλάτος, το οποίο όμως καταλήφθηκε και περιορίστηκε από τον οψιμότερο δρόμο με το μαρμάρινο κατάστρωμα

Η ανασκαφική έρευνα στην πρώτη νησίδα που είχε διατηρηθεί από το προηγούμενο στρώμα, έφερε στο φως προγενέστερες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για την αστική οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά τους ρωμαϊκούς και ελληνιστικούς χρόνους. Η παρουσία εργαστηριακών κατασκευών και προϊόντων, όπως οι τοξωτές τοιχοποιίες, παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση με ταυτόχρονη εμπορική, καθώς αξιοσημείωτος είναι και ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων.

Ταυτόχρονα, η εύρεση αντικειμένων που σχετίζονται με τη θρησκεία, θα μπορούσε να παραπέμπει σε χώρο δημόσιας χρήσης, αγοράς με χώρους εμπορικούς αλλά και λατρείας. Βέβαια αυτό «αποτελεί μια υπόθεση εργασίας, η οποία με την ολοκλήρωση της μελέτης του ανασκαφικού υλικού ή θα επιβεβαιωθεί ή θα ανατραπεί».

Στην περιοχή του λουτρού και αμέσως ανατολικά ψηφιδωτού, αποκαλύφθηκε η συνέχειά του, με τον εντοπισμό και έτερου διάχωρου με παράσταση ανδρικής μορφής που φέρει την επιγραφή «ωΡΟΦΟΡΟC», πλαισιωμένη από ταινία με πλοχμό και ζώνη με τρισδιάστατα γεωμετρικά μοτίβα. Όλη η κεντρική σύνθεση πλαισιώνεται από ζώνη ομόκεντρων τετραγώνων και εξωτερική ταινία με ρόδακες, με εναλλαγή λευκών και μαύρων ψηφίδων.

Εντοπίσθηκαν επίσης κτίσματα τα οποία είχαν τοίχους με πηλοκονία ως συνδετικό υλικό οι οποίοι οριοθετούν ορθογώνιους χώρους, χωρίς να είναι εφικτός ο προσδιορισμός των διαστάσεών τους, λόγω του ότι χάνονται κάτω από την επαλληλία των οψιμότερων. Έχουν, ωστόσο, εντοπισθεί στρώματα χρήσης του 2 ο αιώνας π.Χ., που τεκμηριώνουν την ύπαρξη του ελληνιστικού ορίζοντα στον τομέα αυτό, ενώ η ανασκαφική έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Από τα κινητά ευρήματα προκύπτουν μικτές χρήσεις, οικιακές και εργαστηριακές – εμπορικές, ενώ όσον αφοράς τον πολεοδομικό σχεδιασμό διαπιστώνουμε την ύπαρξη οργανωμένου αστικού ιστού.

Η ανασκαφή απέδωσε πλήθος κινητών ευρημάτων. Πολυάριθμα νομίσματα σε κακή κατάσταση διατήρησης, λόγω διάβρωσης, άφθονη κεραμική, χαρακτηριστική των ρωμαϊκών χρόνων, terra sigillata, μελαμβαφή κεραμική, θραύσματα αγγείων – σκύφοι με ανάγλυφο διάκοσμο, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, λυχνάρια, μυροδοχεία και ειδώλια, αγνύθες και πλήθος άλλων αντικειμένων, η συντήρηση και η καταγραφή των οποίων προχωρά παράλληλα με την ανασκαφική έρευνα.

Με δεδομένο ότι τα οικοδομικά κατάλοιπα των οψιμότερων φάσεων αποσπώνται για να επανέλθουν με επανατοποθέτηση και ταυτόχρονη ανάδειξη με το μνημειακό σύνολο του 4ου – 9ου αιώνα η εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης πρότεινε και η Διεύθυνση Προϊστορικών – Κλασικών Αρχαιοτήτων εισηγήθηκε, την προσωρινή μεταφορά και αυτού του στρώματος. Συνέχιση ερευνών σε τμήματα θεμελίων ανά οικοδομική φάση, προκειμένου να εμφανισθούν, στα σημεία που σώζονται οι πρωιμότερες τοιχοποιίες, με σκοπό τη συμπλήρωση και αναγνώριση των προγενέστερων οικιστικών μονάδων της οικοδομικής νησίδας. Θα αποσπασθεί χαρακτηριστικό δείγμα τοιχοποιίας που θα επιλεγεί, ώστε να αξιοποιηθεί μουσειολογικά, παρουσιάζοντας την οικοδομική τέχνη και την τεχνολογία των υλικών.

Μετά την τοποθέτηση σχετικών αντηρίδων θα συνεχισθεί η ανασκαφή σε βάθος, «μέχρι το πέρας των ανθρωπογενών επιχώσεων και την αποκάλυψη του ανάγλυφου του φυσικού εδάφους. Από τα οικοδομικά κατάλοιπα της ιδρυτικής φάσης της Θεσσαλονίκης, τέλη 4ου – αρχές 3ου αιώνα π.Χ. θα εξετασθεί η δυνατότητα απόσπασης οικιστικής μονάδας που παρουσιάζει πληρότητα και συνοχή και θα κρατηθεί δείγμα τοιχοποιίας που θα επιλεγεί, προκειμένου να συμπληρωθεί η παρουσίαση της αρχαίας οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Σε περίπτωση που εντοπισθούν κατασκευές του 4ου -3ου αιώνα π.Χ. (δηλαδή της Θεσσαλονίκης επί εποχής του ιδρυτή της, Κάσσανδρου), και εφόσον παρουσιάζουν πληρότητα και καλή διατήρηση θα αποσπασθούν. Το ψηφιδωτό δάπεδο του 2ου – 3ου αιώνα μ.Χ. ανήκει σε πρωϊμότερο λουτρικό συγκρότημα, του οποίου οι πλήρεις διαστάσεις θα διερευνηθούν μετά την απόσπαση των υπερκείμενων δομών, προκειμένου να καταστεί σαφής η κάτοψή του. Στην περίπτωση που τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία σώζονται αποσπασματικά, τότε θα αποσπασθεί μόνο το δάπεδο.

Πηγή: Liberal.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial