Στη ντισκοτέκ της… παλιάς Θεσσαλονίκης -Τα βράδια μίας άλλης εποχής που έμειναν αξέχαστα

Ιστορίες με γκλίτερ, κολλητά παντελόνια, μαλλί αφάνα και στοίβες αποτσίγαρα στα τασάκια. Στη ντισκοτέκ, στην παλιά ντισκοτέκ…

Η περίσταση απαιτούσε καλά ρούχα, exclusive φορέματα, αξεσουάρ λαμέ, μαλλί αφάνα ή… χαίτη για τα αγόρια, πλαστικούς κρίκους στα αφτιά για τις κοπέλες και συνοδό με κολλητό τζιν παντελόνι, έχοντας αφήσει πίσω του την καμπάνα. Στο υπόγειο η ατμόσφαιρα ήταν θολή από τον καπνό των τσιγάρων και πολύχρωμη από τα φωτορυθμικά και τη ντισκομπάλα που έριχνε δεσμίδες φωτός στην πίστα.

Στις disco του ’80 η νεολαία της Θεσσαλονίκης αναστέναζε, χόρευε, ερωτευόταν.

Λιγότερο κοσμογονικά από τα 60s, αλλά πιο αθώα από τα 90s, τα 80s ήταν μία μεταβατική περίοδος διεθνώς, που, στην ελληνική περίπτωση, σε μουσικό επίπεδο λάτρεψε τις disco. Στη Θεσσαλονίκη οι ντίσκο του κέντρου, της περιοχής του Αεροδρομίου αλλά και της Θέρμης γνώρισαν χρυσές εποχές και στις πίστες τους φιλοξένησαν τα όνειρα, τα πεταχτά φιλιά αλλά και τα πεταμένα αποτσίγαρα μίας ολόκληρης γενιάς, η οποία σήμερα νοσταλγεί τα βράδια που πέρασε χορεύοντας στους ρυθμούς της.

Στην περιοχή του κέντρου τη δεκαετία του ’80 υπήρχαν πάνω από 34 ντισκοτέκ, με πιο γνωστές τη Lavalbone στο υπόγειο του Ολύμπιον, την Πανόπτικουμ -ιδιοκτησίας εμπόρου οπτικών εξού και το όνομα- στην Καρόλου Ντηλ με Ερμού, την Καλκάνας στην Αγίας Σοφίας, τη Guys and Dolls στη στοά του Τόττη, τη Space στην Αγγελάκη, τη Regine στη Μητροπολίτου Ιωσήφ, τη Golden Gate στην Αριστοτέλους, την Tifanny΄s στην Κούσκουρα και ακόμη τη Figaro στην περιοχή του Ιπποκράτειου, την Palladium στη Μάρκου Μπότσαρη και την Cronοs στον ομώνυμο κινηματογράφο στην περιοχή του ζαχαροπλαστείου Ελληνικόν.

Την προηγούμενη δεκαετία δέσποζε στη διασκέδαση η Pierro στη Λασσάνη που όμως λαβώθηκε από τον σεισμό του 1978, κρίθηκε ακατάλληλη και έκλεισε, για να ξανανοίξει το 1980 στην πλατεία Αριστοτέλους, πάνω από τον κινηματογράφο Ιφιγένεια, ενώ λίγο αργότερα ο Λάκης Ραπτάκης άνοιξε τη θρυλική Studio 51 στην Προξένου Κορομηλά που αργότερα μετονομάστηκε σε Wellington.

Το καλοκαίρι οι ντισκοτέκ μετακόμιζαν στην περιοχή αεροδρόμιου με πιο κοντινή τη Μπόντρουμ (στο σημερινό Εμπορικό Κέντρο Florida) και παρακάτω την ξακουστή Amnesia με την πισίνα και τους φοίνικες -που λειτουργούσε και ως κλαμπ με live-, την Crypton και την Esmeraldo, στη στροφή αεροδρομίου, την Acropol στη στροφή Επανομής και αρκετές άλλες.

Η ντίσκο έκανε την εμφάνισή της στο… λυκόφως της δεκαετίας του ’70 και σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 δεν περνούσε βράδυ που να μη γέμιζε με κόσμο τρελαμένο να χορέψει στους ρυθμούς της.

Ο πατέρας του Κώστα Παπαστεργίου είχε ανοίξει μία από τις πρώτες ντίσκο στο Αεροδρόμιο, την Ολύμπια, που υποδεχόταν τον… καλό κόσμο της πόλης, αλλά «όλοι ήταν πιο απλοί, ήθελαν απλώς να διασκεδάσουν».

Ο κ. Παπαστεργίου, ιδιοκτήτης μέχρι σήμερα της ντίσκο Blue Sky στη Θέρμη, γιος του Δημήτρη Παπαστεργίου, που άνοιξε το θρυλικό αυτό μαγαζί, εξιστορεί στη Voria.gr ιστορίες από τα παλιά, τότε που δούλευε ως μαρκαδόρος. Ο ίδιος ξεκίνησε την αφήγησή του λέγοντας πως δεν γίνεται να μεταφερθούν με λόγια, και ιδιαίτερα σε άτομα που δεν το έχουν ζήσει, το κλίμα εκείνης της εποχής.

«Το κλίμα ήταν σχεδόν κάθε βράδυ εορταστικό. Από Δευτέρα μέχρι Τετάρτη ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα, αλλά τις υπόλοιπες μέρες γινόταν χαμός. Ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η μόδα αυτού που ονομάζουμε ορθάδικο, αυτή ξεκίνησε με τα κλαμπ στα ’90s. Τότε ήταν όλοι καθιστοί και σχεδόν με την άφιξή τους σέρνονταν στην πίστα όπου έμεναν ακόμα και για οκτώ ώρες», λέει ο κ. Παπαστεργίου.

Οι ντίσκο δέχονταν τους πρώτους πελάτες τους λίγο μετά τις 21:00. Ο έλεγχος στην πόρτα ήταν αυστηρός και απαιτούσε καλό ντύσιμο και μικρές παρέες, συνήθως μεικτές, με αγόρια και κορίτσια.

«Ο κόσμος ήταν διαφορετικός, πιο ξέγνοιαστος, προφανώς και η καλύτερη οικονομική επιφάνεια συντελούσε σε αυτήν την ανεμελιά, η οποία ήταν διάχυτη. Έβλεπες κόσμο φαινομενικά διαφορετικό να πιάνεται και να χορεύει τρενάκι υπό τους ρυθμούς κάθε κομματιού που ήταν επιτυχία την εποχή εκείνη. Θα άκουγες από Michael Jackson μέχρι Rolling Stones και Madonna», σημειώνει ο ίδιος.

«Έβλεπες τρελά πράγματα: άτομα να έρχονται ντυμένα μισοί γαμπροί και μισοί νύφες, λάτρεις των σόου που εμφανίζονταν με μπαστούνια. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν απαραίτητο να ξέρεις τα τραγούδια για να μπεις στον χορό. Εγώ αυτό που θυμάμαι πάντως ήταν να μπαίνουν όλοι», προσθέτει.

Η ντίσκο ήταν πολύχρωμες. Κυριολεκτικά. Είχαν χαμηλούς καναπέδες κατά προτίμηση από δερματίνη σε χρώματα κόκκινο, μαύρο, κίτρινο, μεταλλικά στρόγγυλα τραπεζάκια με πολλά τασάκια πάνω τους και μια μεγάλη πίστα. Απαραίτητη ήταν η ντισκομπάλα που όταν χαμήλωνε ο φωτισμός έκανε… μόνη της παιχνίδι.

Τα μπλουζ ξεκινούσαν πάντα με το Careless Whisper των Wham ή το Total Eclipse of the Heart της BonnieTyler.

O Θεσσαλονικιός Dj, Δημήτρης Ναϊσίδης, που εργάστηκε στις χρυσές εποχές των ντίσκο θυμάται τον ενθουσιασμό και την ανεμελιά εκείνης της εποχής.

«Όταν ήταν αθώα τότε και όλα γινόταν δεκτά, αφού η καλή διάθεση περίσσευε. Η χορευτική μουσική ανεβάζει τη διάθεση, το βλέπουμε ακόμη και σήμερα. Όταν παίζει ένα ντίσκο τραγούδι όλοι θέλουν να χορέψουν… Ακόμη και καθήμενοι», λέει στη Voria.gr ο Δημήτρης Ναϊσίδης.

Οι περισσότεροι συνόδευαν τον χορό τους με ένα ποτήρι Campari, ένα Martini ή ένα ουίσκι, ενώ μέχρι και τις αρχές των 80s προτιμούσαν Vermout. Πολλές ντισκοτέκ, κυρίως οι καλοκαιρινές, διοργάνωναν κυριακάτικα πρωινά πάρτι όπου απαγορεύονταν το αλκοόλ. Τα κορίτσια προτιμούσαν Spezi (πορτοκαλάδα με coca cola), ενώ τα αγόρια μπίρα με σόδα.

Μέχρι και τις αρχές του 1980 ήταν σπάνιο φαινόμενο να μπαίνουν γυναικοπαρέες μόνες τους στα μαγαζιά, ενώ και οι πορτιέρηδες σπάνια έβαζαν άνδρες μόνους αν δεν συνοδεύονταν από τη ντάμα τους.

«Το καμάκι ήταν πολύ χαρακτηριστικό στις ντίσκο και είχε μια άλλη… γλύκα. Ήταν αθώο, έξυπνο, είχε χιούμορ και μια πρωτοτυπία. Ερχόταν παρέες αγοριών και κοριτσιών και έφευγαν συνοδευμένοι με άλλους», θυμάται ο Δημήτρης Ναϊσίδης, ο οποίος ταξίδεψε -και όχι μόνο μια φορά- σε Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη και Βρυξέλες για να αγοράσει έναν δίσκο με τις επιτυχίες της εποχής.

Τις ντίσκο λάτρευαν και διάσημοι που περνούσαν από την πόλη, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι τους Boney M, γνωστούς ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, τραγουδιστές, μοντέλα της εποχής, ενώ ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, διαφορετικό σε κάθε μαγαζί, ήταν το έναυσμα για να σηκωθούν όλοι να χορέψουν. Το ήξεραν όλοι και ανέβαιναν σχεδόν τρέχοντας στην πίστα.

Τα πάρτι στις ντισκοτέκ άφησαν εποχή. Ο Πέτρος Μακρίδης που δούλεψε ως Dj σε μερικές από τις πιο γνωστές, ήταν πρωτοπόρος σε πολλά. Έφερε το 1992 τους Boney M στο Living Room και κάθε του εμφάνιση μπροστά από τα πικ απ, με τα μεγάλα ακουστικά στα αφτιά του, προκαλούσε ιαχές δίχως τέλος.

«Όλη η ζωή μου είναι ένα πάρτι. Η δεκαετία του ΄80 ήταν μια ανέμελη περίοδος με τη νεολαία να διασκεδάζει με την ψυχή της. Δεν υπήρχαν ναρκωτικά, δεν κινδύνευαν τα παιδιά που έβγαιναν έξω. Κι επειδή τα μπουζουξίδικα ήταν απαγορευτικά για τις ηλικίες 18-30 χρόνων, συνέρρεαν στις ντισκοτέκ», λέει ο Πέτρος Μακρίδης στη Voria.gr.

Πολλοί υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διασκέδαση αν δεν έχουν χορέψει για πάνω από οκτώ ώρες με τη μουσική του Μάικλ Τζάκσον και της Μαντόνα. Δεν υπάρχει βιντεοταινία εκείνης της εποχής που να μην έχει ένα μικρό γύρισμα ή έστω ένα μικρό πέρασμα από ντισκοτέκ που και μόνο το άκουσμα του ονόματός τους σήμερα προκαλεί διαδοχικά αναμνησιακά σοκ.

Οι εποχές περνούν, η μουσική αλλάζει, η διασκέδαση αλλάζει, αλλά ακόμη και τώρα σε όλα τα κλαμπ ακούγονται ντίσκο κομμάτια από τις δεκαετίες ’70-’80. Και η νεολαία τα γνωρίζει και τα χορεύει. Τελικά η ντίσκο… Stayin΄Alive από το 1977, όταν το τραγούδησαν οι Bee Gees, μέχρι σήμερα.

*Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη Blue Sky, τον Δημήτρη Ναϊσίδη και τον Πέτρο Μακρίδη.

Πηγή: voria.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial