Τα χαρακτηριστικά των δραστών και οι πληροφορίες που εκμεταλλεύονται – Αστυνομικοί μιλώντας στη «ΜτΚ» δίνουν στοιχεία για την υποστελέχωση του Σώματος και τις συνέπειες στην κοινωνία
Πίσω από την έξαρση των ληστειών και των διαρρήξεων φαίνεται πως υπάρχουν αιτιολογίες που αφορούν τις αστυνομικές δυνάμεις, τις χρονικές συγκυρίες αλλά και την ίδια την κοινωνία.
Αρχικά ως άμεση ανάγκη χαρακτηρίζεται από αστυνομικούς η ενίσχυση προσωπικού στα αστυνομικά τμήματα, σε τμήματα ασφαλείας και σε υπηρεσίες, ώστε να πολλαπλασιαστούν οι περιπολίες σε δρόμους και γειτονιές.
Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης με επιστολή προς όλους του αρμόδιους, ζητά ενίσχυση της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης με τουλάχιστον 150 αστυνομικούς στις τακτικές μεταθέσεις 2023.
«Η υποστελέχωση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την έξαρση της εγκληματικότητας. Ταυτόχρονα με τις ελλείψεις, έχουμε αύξηση των αστυνομικών που χρησιμοποιούνται στα πάρεργα, δηλαδή σε φύλαξη ‘στόχων’ αλλά και ασυνόδευτων παιδιών σε νοσοκομεία. Είναι ενδεικτικό ότι έχουν αυξηθεί τα πρόσωπα που αιτήθηκαν και έχουν φύλαξη από αστυνομικούς, όπως αυξήθηκαν και τα σημεία όπου υπάρχει αστυνομική παρουσία επί 24 ώρες» αναφέρει ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης (ΕΑΥΘ) Θόδωρος Τσαϊρίδης, δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα για τα «κενά» που υπάρχουν στην αστυνόμευση στη Θεσσαλονίκη.
«Η ομάδα ΔΙΑΣ όταν ιδρύθηκε, είχε 400 άτομα και τώρα έχουμε 260. Δηλαδή είμαστε 140 άτομα μείον, που σημαίνει 40 περιπολίες λιγότερες ανά ημέρα, αν υπολογίσουμε ότι περιπολούν ανά τέσσερις. Επίσης, πρέπει να διπλασιαστούν οι ομάδες ΟΠΚΕ, έχουμε μόλις πέντε, ενώ στην Αθήνα για παράδειγμα υπάρχουν 30 και πλέον» σημειώνει ο κ. Τσαϊρίδης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΑΥΘ, τα τελευταία χρόνια ιδρύθηκαν πολλές Υπηρεσίες, οι οποίες όμως παραδόξως δεν στελεχώθηκαν μέσω των επικείμενων μεταθέσεων αλλά καλύφθηκαν από το υπάρχον αποδυναμωμένο προσωπικό της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνση Θεσσαλονίκης.
Για παράδειγμα, η ομάδα «ΟΔΟΣ» θα έπρεπε να αριθμεί στο σύνολό της 21 αστυνομικούς και αυτή την στιγμή οριακά αγγίζει διψήφιο αριθμό, όπως και στην ομάδα «ΔΡΑΣΗ» υπηρετούν οριακά 20 ενώ θα έπρεπε να φτάνει τους 45.
Επίσης, χρόνιο πρόβλημα είναι η υποστελέχωση στα τμήματα και ο απαρχαιωμένος και ελλιπής στόλος οχημάτων.
«Για να καταλάβετε στο ΑΤ Ευόσμου έπρεπε να υπάρχουν 80 άτομα και έχουμε μόνο 35, ενώ έχουν ένα περιπολικό άμεσης δράσης, ένα τάξης και ένα κοινό περιπολικό ασφαλείας με τους Αμπελόκηπους. Ίδιο πρόβλημα με τα περιπολικά υπάρχει και σε Τούμπα και Χαριλάου που έχουν κοινό περιπολικό» δηλώνει ο κ. Τσαϊρίδης.
Οι λόγοι που οδηγούν στην έξαρση του φαινομένου
«Βλέπουμε μία έξαρση σε διαρρήξεις και ληστείες τελευταία και υπάρχουν ερμηνείες. Εκτός από το μειωμένο προσωπικό, σημαντικό ρόλο γι’ αυτή την κατάσταση παίζει το νομοθετικό κομμάτι. Η ατιμωρησία των δραστών επιτρέπει την έξαρση. Τους συλλαμβάνουμε και αφήνονται ξανά ελεύθεροι και κάνουν τα ίδια. Υπάρχουν περιπτώσεις αλλοδαπών που έχουν συλληφθεί 20-30 φορές» αναφέρει ο αν. γενικός γραμματέας της ΕΑΥΘ Χρήστος Συμεωνίδης.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η αδιαφορία για λήψη μέτρων από ιδιοκτήτες καταστημάτων, που επιτρέπει στους δράστες να… χτυπήσουν πιο εύκολα.
«Πολλές φόρες παρατηρείται αμέλεια των υπεύθυνων να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, γι’ αυτό βρίσκουν ευκαιρία να χτυπήσουν οι δράστες. Δηλαδή, δεν έχουν όλοι πόρτες μαγνητικές ή ασφαλείας αλλά ούτε κλειστό κύκλωμα με κάμερες. Επίσης, πρέπει οι ιδιοκτήτες να προσέχουν γύρω από το μαγαζί τους αν υπάρχει περίεργη κινητικότητα για να μας ενημερώνουν και να κινούμαστε προληπτικά» σημειώνει ο κ. Σημεωνίδης.
Για την έξαρση του τελευταίου μήνα, ο αν. ταμίας της ΕΑΥΘ Αλέξανδρος Σφελινιώτης, δίνει ακόμα μία ερμηνεία.
«Πέρασε η περίοδος των εορτών που υπήρχε ισχυρή αστυνόμευση παντού και τώρα έχει μειωθεί η αστυνομική παρουσία καθώς συσσωρεύτηκαν αναπαύσεις και άδειες που έπρεπε να λάβουν οι συνάδελφοι. Ξεκίνησαν και οι αθλητικές δραστηριότητες, δηλαδή οι αγώνες σε γήπεδα, όπου απασχολούνται πολλοί αστυνομικοί λόγω μέτρων και ταυτόχρονα απασχολούνται δυνάμεις στα πάρεργα, με αποτέλεσμα να υπάρχει μείωση περιπολιών για την εγκληματικότητα» επισημαίνει.
Οι ώρες και τα καταστήματα
Τα περισσότερα χτυπήματα έγιναν σε καταστήματα ψιλικών που λειτουργούν 24 ώρες. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς δεν είναι τυχαία η επιλογή.
«Πλέον δεν κυκλοφορεί τόσο ο κόσμος τα βράδια, ειδικά μετά τις γιορτές, οπότε δύσκολα βρίσκουν υποψήφια θύματα σε δρόμους. Γι’ αυτό επιλέγουν καταστήματα. Συγκεκριμένα, χτυπούν σε 24ωρα καταστήματα, επειδή γνωρίζουν ότι στο τέλος της βραδινής βάρδιας θα υπάρχουν τουλάχιστον 300-400 ευρώ στο ταμείο» εξηγεί ο κ. Σφελινιώτης.
«Χτυπάνε σε συγκεκριμένο είδος, δηλαδή αυτές τις αλυσίδες που συνδυάζουν ψιλικά και καφέ, επειδή υπάρχει μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων και ξέρουν ότι μπορούν να έχουν μεγαλύτερους τζίρους» συμπληρώνει.
Συνήθως οι ώρες που χτυπούν είναι περίπου στις 10 το βράδυ ή τα ξημερώματα περίπου στις 5.
«Φαίνεται ότι είναι καλά διαβασμένοι και γνωρίζουν και τις δικές μας κινήσεις. Δηλαδή, γνωρίζουν πότε αλλάζουν οι βάρδιες και ο χρόνος που χρειάζεται για να πάνε σε σήματα του προηγούμενου 8ωρου όσοι αναλαμβάνουν. Παρατηρούμε ότι χτυπούν συγκεκριμένες ώρες καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας όταν γίνονται αλλαγές στις υπηρεσίες» αναφέρει ο Αλέξανδρος Σφελινιώτης.
«Οι παραβατικοί πριν… εκτελέσουν βλέπουν και διαπιστώνουν αν υπάρχει εποπτεία στους στόχους τους. Ξέρουν πότε δεν υπάρχει αστυνόμευση, ενώ ακούν και τους ασυρμάτους της αστυνομίας» τονίζει ο Θοδωρής Τσαϊρίδης.
Γιατί οι περισσότεροι χρησιμοποιούν μαχαίρι
Οι περισσότεροι δράστες στις ληστείες σε ψιλικατζίδικα, διαπιστώνεται ότι κρατούν μαχαίρι. Αυτό μπορεί να δηλώσει πράγματα για το προφίλ των δραστών αλλά και για το εάν σκέφτονται την επόμενη ημέρα στο δικαστήριο.
«Οι περισσότεροι που χτυπούν σε ψιλικατζίδικα με μαχαίρια είναι συνήθως χρήστες ναρκωτικών ή ερασιτέχνες που αποφασίζουν να κάνουν μία ληστεία και να πάρουν ό,τι αρπάξουν. Χρησιμοποιούν μαχαίρι επειδή είναι πιο εύκολο να το βρουν» αναφέρει ο Χρήστος Συμεωνίδης.
«Επίσης, αν οι δράστες έχουν μαχαίρι έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση δικαστικά, δεν έχουν την ίδια ποινή με όποιον κρατάει όπλο» σημειώνει.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι περισσότεροι δράστες των τελευταίων «χτυπημάτων» φέρεται να είναι αλλοδαποί και Ρομά. «Δεν είναι ληστές της γειτονιάς, χτυπούν οι ίδιοι σε πολλά σημεία της πόλης» επισημαίνει ο κ. Σφελινιώτης.
«Δεν πτοούνται από κάμερες»
Οι κινήσεις των δραστών συνήθως καταγράφονται από κάμερες και τα βίντεο αναλύονται από την ΕΛΑΣ, αλλά οι περισσότεροι δράστες δείχνουν να μην πτοούνται. «Ακόμα και σε εμφανές σημείο να είναι οι κάμερες δεν τους αποθαρρύνει να διαπράξουν ληστεία ή διάρρηξη, γιατί όλοι έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους και δεν τους νοιάζει αν τους καταγράψει η κάμερα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρήστος Συμεωνίδης.
Όσο για τα προσωπικά δεδομένα και την τοποθέτηση των καμερών, οι επιχειρήσεις περιορίζονται στις οπτικές γωνίες που μπορούν να καλύπτουν λόγω της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων.
«Καμία κάμερα δεν πρέπει να καταγράφει τους δρόμους. Μόνο οι κάμερες της αστυνομίας για την διαχείριση της κυκλοφορίας επιτρέπεται να δείχνουν τους δρόμους αλλά και εκεί δεν επιτρέπεται να καταγράφεται ως αρχείο. Για τα μαγαζιά, οι κάμερες επιτρέπεται να καλύπτουν μόνο την πρόσοψη τους και το εσωτερικό τους. Λόγω προσωπικών δεδομένων δεν επιτρέπεται να φαίνονται πεζοδρόμια και δρόμοι» τονίζει ο κ. Συμεωνίδης.
Η οικογένεια ληστών με την λεία των 220.000 ευρώ
Τέλος στην δράση τετραμελούς εγκληματικής οργάνωσης, έβαλαν αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα, τέσσερις Ρομά ηλικίας 27 έως 33 ετών, που κάποιοι εξ αυτών συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, από τον Νοέμβριο του 2021 πραγματοποίησαν ληστείες και διαρρήξεις σε Θεσσαλονίκη και Ημαθία με συνολική λεία 228.000 ευρώ.
Δρούσαν κυρίως βραδινές και μεταμεσονύχτιες ώρες και χαρακτηριστικό του τρόπου δράσης τους ήταν ότι άλλαζαν συνεχώς χρώμα στο «επιχειρησιακό» τους αυτοκίνητο, ώστε να δυσκολεύουν τις αρχές στον εντοπισμό τους.
Μετά από συντονισμένη επιχείρηση στις 30 Ιανουαρίου, αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας και του Τμήματος Πρόληψης και Καταστολής της Εγκληματικότητας, συνέλαβαν έναν εκ των δραστών στη Χαλκηδόνα και σχηματίστηκε δικογραφία και για τους υπόλοιπους.
Όσα προβλέπει ο νόμος για τους ληστές
Υπάρχει η αίσθηση ότι οι ληστές και οι διαρρήκτες, ειδικά αυτοί που αποσπούν μικρά χρηματικά ποσά, αφήνονται γρήγορα ελεύθεροι μετά την σύλληψη τους και χωρίς να χάνουν χρόνο πράττουν τα ίδια αδικήματα. Αρχικά, ο ποινικός κώδικας διαφοροποιεί τις ποινές, για το έγκλημα της ληστείας και για το έγκλημα της κλοπής, στις ληστείες υπάρχει η χρήση βίας και απειλή με όπλα.
«Η ληστεία, σε όλες τις περιπτώσεις είναι κακούργημα. Μάλιστα υπάρχουν διακεκριμένες περιπτώσεις ληστείας, όπως αυτή που επήλθε ο θάνατος ή τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα που η προβλεπόμενη ποινή είναι ισόβια κάθειρξη. Στις κλοπές η αντιμετώπιση είναι πολύ διαφορετική, καθώς αρχικά η κλοπή είναι πλημμέλημα, γεγονός που εν τοις πράγμασι σημαίνει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν οδηγεί το δράστη στην πραγματική έκτιση, δηλαδή στη φυλακή.
Ακόμη, όμως και στις περιπτώσεις που η κλοπή είναι κακουργηματικής φύσης π.χ. κλοπή ποσού πάνω από 120.000 ή τέλεση από πολλούς που είχαν οργανωθεί να τελούν κλοπές, η επαπειλούμενη ποινή είναι μέχρι 10 έτη κάθειρξη» τονίζει ο δικηγόρος Θοδωρής Καραγιάννης.
«Όλα τα ανωτέρω αφορούν τη μέγιστη δυνατή να επιβληθεί ποινή, καθώς σε περίπτωση που στον κατηγορούμενο αναγνωριστούν κάποια ελαφρυντικά, π.χ. αν έζησε σύννομα μέχρι την τέλεση της πράξης, τότε το πλαίσιο ποινής μειώνεται σημαντικά ακόμη και για τα βαριά αδικήματα, και ενδέχεται και κάποιος που τέλεσε ληστεία να μην οδηγηθεί σε κατάστημα κράτησης.
Αν, όμως χορηγηθούν τα σχετικά προνόμια θα κριθεί «in concreto» από το αρμόδιο Δικαστήριο. Στα ανωτέρω, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι στην περίπτωση της κατηγορίας της ληστείας, δικονομικά είναι πολύ πιο εύκολη και συχνή η επιβολή προσωρινής κράτησης των κατηγορούμενων μέχρι το Δικαστήριο» συμπληρώνει ο κ. Καραγιάννης.
Ωστόσο, ο δικηγόρος μιλώντας στη «ΜτΚ» επισημαίνει ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα για την γρήγορη αποφυλάκιση των δραστών.
«Τα τελευταία χρόνια δεν ισχύουν ευνοϊκές διατάξεις αποφυλάκισης, ούτε βέβαια μπορεί ο νομοθέτης και ο εφαρμοστής του νόμου να οδηγήσει στη φυλακή χωρίς όριο κάποιον για το αδίκημα της κλοπής, γιατί τότε γεννώνται και ζητήματα αναλογικότητας (π.χ. τι θα γίνει με αυτόν που διαπράττει ένα βαρύτερο αδίκημα). Αναφορικά με το ζήτημα της «υποτροπής» των αποφυλακισμένων, είναι ένα φαινόμενο που αναδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα που ενυπάρχουν στην σωφρονιστική πολιτική και πως τελικά η κράτηση στις φυλακές μπορεί να μην έχει τα αποτελέσματα που πρέπει.
Ωστόσο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι τα Δικαστήρια υπολογίζουν πολύ σοβαρά αυτόν το παράγοντα και επιδεικνύουν ιδιαίτερη αυστηρότητα στους κατηγορούμενους που έχουν ξανακαταδικαστεί και δη για το ίδιο αδίκημα, ενώ ο ποινικός νομοθέτης έχει καταργήσει από τον Π.Κ. την επιβαρυντική έννοια της υποτροπής αφήνονταν την επιμέτρηση αυτής της έννοιας στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου» σημειώνει.
Πηγή: makthes.gr