Παρακολουθώντας την πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή εκδήλωση της Πρωτοβουλίας “ΔΕΘ Μητροπολιτικό Πάρκο – Πανεπιστημιακοί για μια Βιώσιμη Θεσσαλονίκη”, η οποία πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021 και συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Δήμαρχοι Αμπελοκήπων – Μενεμένης, Δέλτα και Νεάπολης – Συκεών, πρώην Βουλευτές, Πανεπιστημιακοί, άνθρωποι της αγοράς καθώς και ο πρόεδρος της ΔΕΘ HELEXPO ΑΕ, παραθέτοντας τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους σχετικά με την νέα ΔΕΘ, δεν μπορώ να μην συμφωνήσω με την άποψη των περισσότερων προσκεκλημένων υπέρ της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ στην Δυτική Θεσσαλονίκη. 

Γιατί λοιπόν η ΔΕΘ πρέπει να πάει στην Δυτική Θεσσαλονίκη;

Αρχικά, πρέπει να αντιληφθούμε το γεγονός ότι λόγο της έντονης αστικοποίησης των τελευταίων ετών η Θεσσαλονίκη πλέον δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένας μονοσήμαντος Δήμος αλλά ως μια ευρύτερη Μητροπολιτική Περιοχή (ο όρος ‘’Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης’’ έχει κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια). Αυτό, άλλωστε, είναι εμφανές όταν προσπαθώντας κάποιος να μετακινηθεί από την ανατολική προς την δυτική πλευρά της πόλης ή και το αντίστροφο δεν διακρίνει εύκολα τα όρια του κάθε Δήμου, δηλαδή η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα ενιαίο και συνεχές αστικό περιβάλλον.  

Η δυναμική αυτή όπως, επίσης οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής έχει οδηγήσει σε μία σχέση εξάρτησης μεταξύ των οικισμών με μεγάλο αντίκτυπο εντός και εκτός νομού. Επομένως, από άποψη σχεδιασμού και παρεμβάσεων οποιαδήποτε νέα ή μεταβαλλόμενη δραστηριότητα μέσα στην πόλη επηρεάζει όλο το Πολεοδομικό Συγκρότημα. 

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και όλη η συζήτηση σχετικά με την νέα ΔΕΘ, όπου οι επικρατούσες προτάσεις είναι δύο. Η πρώτη και κυρίαρχη πρόταση, βάσει της ωριμότητας των μελετών και των πολιτικών και οικονομικών διεργασιών, είναι η αξιοποίηση του υφιστάμενου εκθεσιακού χώρου και η ανάπλαση του περιβάλλοντα χώρου ενώ η δεύτερη πρόταση επικεντρώνεται στην μεταφορά της ΔΕΘ στην Δυτική Θεσσαλονίκη και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Σίνδου, δίπλα από το ΔΙΠΑΕ Σίνδου (πρώην ΤΕΙ Σίνδου). 

Η πρώτη πρόταση, δηλαδή η διατήρηση, η αναβάθμιση και η ανάπλαση του υφιστάμενους χώρου, αποτελεί ένα φιλόδοξο σχέδιο το οποίο υποστηρίζεται από μία μερίδα του κόσμου που δραστηριοποιείται γύρω από την έκθεση και έχει όφελος να παραμείνει σε εκείνο το σημείο. Παρ ’όλα αυτά, μία τέτοια λύση δεν μπορεί να είναι βιώσιμη σε μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη που στερείται πρασίνου, ελεύθερων και κοινόχρηστων χώρων και η οποία καθημερινά δέχεται μεγάλους κυκλοφοριακούς κόμβους από το συγκεκριμένο σημείο. Επίσης,  δίπλα από την ΔΕΘ υπάρχουν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το ΑΧΕΠΑ, το Παλέ ντε Σπορ, δημόσιες υπηρεσίες και πολυάριθμες άλλες δραστηριότητες που επιβαρύνουν τους φόρτους και αυξάνουν την συγκέντρωση πληθυσμού ειδικά τις ημέρες που διεξάγεται μία εμπορική έκθεση. 

Η πόλη χρειάζεται ζωτικό χώρο για να αναπτυχθεί με όρους βιώσιμης αστικής κινητικότητας και η διατήρηση της ΔΕΘ στο υπάρχων σημείο μόνο αρνητικό πρόσημο μπορεί να έχει για την πόλη. Παράλληλα, ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα που τίθεται, αφορά την περίπτωση εύρεσης αρχαίων κάτω από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, που αποτελεί μία πραγματική ανησυχία (μολονότι η Θεσσαλονίκη είναι δομημένη πάνω από τα απομεινάρια της παλιάς ρωμαϊκής πόλης) προκαλώντας επιπρόσθετα προβλήματα στο έργο. 

Η δεύτερη πρόταση, δηλαδή η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στην Δυτική Θεσσαλονίκη, διαθέτει περισσότερα πλεονεκτήματα και αποτελεί μια πιο βιώσιμη και ρεαλιστική πρόταση, διότι σε ένα πρώτο επίπεδο θα υπάρξει σύζευξη μεταξύ του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου, της Βιομηχανικής Περιοχής της Σίνδου και του Νέου Εκθεσιακού χώρου, εξασφαλίζοντας την σύνδεση της εκπαίδευσης με την επιχειρηματικότητα και την εξωστρέφεια, με προοπτική αυτός ο χώρος να μετεξελιχθεί σε ένα Cluster έρευνας και καινοτομίας. Σε δεύτερο επίπεδο, ο προτεινόμενος χώρος είναι επαρκής για την ανάπτυξη πολλών και μικτών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα η νέα ΔΕΘ να διεκδικεί μελλοντικά επικερδέστερα project, με διεθνή εμβέλεια στην αγορά. Σ’ ένα τρίτο και τελευταίο επίπεδο, επιτυγχάνεται η κοινωνική συνοχή και γεφυρώνεται το χάσμα μεταξύ της ‘’υποβαθμισμένης’’ Δυτικής Θεσσαλονίκης με αυτήν της ‘’αναπτυγμένης’’ Ανατολικής Θεσσαλονίκης. 

Αποτελούν  βεβαιότητα ότι η Δυτική Θεσσαλονίκη για ποικίλους λόγους υστερεί συγκριτικά με την Ανατολική Θεσσαλονίκη, καθώς και το γεγονός ότι  κύριος στόχος κάθε πολιτικής, που σχετίζεται με την κοινωνική συνοχή, είναι απαραίτητο να βρίσκει αντίκρισμα  στην ισόρροπη και δίκαιη ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που θα αφορά όλους τους κατοίκους της Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, δίχως όρια και περιορισμούς. Η διαδικασία εξευγενισμού και αναβάθμισης μίας περιοχής έχει θετικό αποτύπωμα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και αποτελεί μία ενέργεια που αφορά   ολόκληρη την κοινωνία. Για παράδειγμα, η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ θα ωφελήσει τόσο την Δυτική Θεσσαλονίκη, καθώς μέσω αυτής θα επιτευχθεί η ανάπτυξη και η αστική αναβάθμιση της, όσο και το Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στην τελευταία περίπτωση, ο εναπομείναντας χώρος θα αξιοποιηθεί προς όφελος των πολιτών και της ορθής λειτουργίας της πόλης. 

Κατά την άποψη μου, το project της Νέας ΔΕΘ αφορά όλη την πόλη συνολικά και αποτελεί ένα κομβικό έργο με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Για αυτούς, κυρίως, τους λόγους είναι απαραίτητο να λαμβάνεται ως έργο εθνικής σημασίας. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, με ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία και η Νέα ΔΕΘ αποτελεί πια αναγκαιότητα στην ανταπόκριση των απαιτήσεων και των αναγκών της πόλης. Η Νέα ΔΕΘ είναι αδιαμφισβήτητα  το μελλοντικό έργο που θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Θεσσαλονίκης, ενισχύοντας παράλληλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της. 

ΠΗΓΗ: parallaximag.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial