Τα ποσοστά εγκληματικότητας που παρουσιάζουν οι έφηβοι δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένα σε σχέση με το παρελθόν, καθώς σκληρά περιστατικά με θύτες άτομα της συγκεκριμένης ηλικίας συνέβαιναν και παλαιότερα, ωστόσο δεν τύγχαναν την αντίστοιχη προβολή, με αποτέλεσμα να μην τα λαμβάνει γνώση η κοινωνία.
Αυτό ανέφερε στο ethnos.gr η ψυχίατρος παιδιών και εφήβων και επιστημονικά υπεύθυνη του νεοσύστατου Κέντρου Στήριξης Παιδιών και Οικογένειας -θα ξεκινήσει τη λειτουργία του στις αρχές Μαΐου στη Θεσσαλονίκη-, Κατερίνα Τσούρα. Η ίδια σημειώνει ότι η μεγαλύτερη δημοσιότητα και προβολή περιστατικών εγκληματικότητας από παιδιά και εφήβους σήμερα οφείλεται στο ότι η αστυνομία και η εισαγγελία διαρρέουν πλέον περισσότερα στοιχεία για τέτοια περιστατικά, τα οποία αντιστοίχως προβάλλει με μεγαλύτερη ευκολία -πολλές φορές και άκριτα- ο μεγάλος αριθμός πλέον των λειτουργούντων μέσων μαζικής ενημέρωσης.
«Δεν έχει αυξηθεί σημαντικά η παραβατικότητα των εφήβων, αφού πάντοτε συνέβαιναν περιστατικά ακόμα και σκληρής εγκληματικότητας. Προσωπικά, έχω διαχειριστεί στη Θεσσαλονίκη αντίστοιχη περίπτωση με αυτήν του κοριτσιού στον Κολωνό και δεν το έμαθε κανείς, ενώ η 12χρονη στην Αθήνα κυριολεκτικά διαπομπεύθηκε. Επίσης, να αναφέρω ως παράδειγμα το νεαρό το 1995 στην Κατερίνη, ο οποίος κατέσφαξε τους γονείς του. Απλώς πλέον αστυνομία και εισαγγελία είναι λιγότερο προσεκτικές στη διαρροή στοιχείων και από τα πολλά sites που λειτουργούν, προβάλλουν πολύ εύκολα τέτοια περιστατικά. Το μαχαίρι δε βγαίνει ευκολότερα αλλά ούτε και δυσκολότερα σε σχέση με το παρελθόν. Δυστυχώς, πάντοτε έφηβοι επιδείκνυαν κάποιο μαχαίρι, το οποίο μπορούν να βρουν εύκολα, ακόμα και στο σχολείο», τονίζει στο ethnos.gr η κ. Τσούρα.
«Η πανδημία ενεργοποίησε τραυματικές εμπειρίες»
Στην όποια αύξηση των περιστατικών εγκληματικότητας από την πλευρά των εφήβων κατά την εκτίμηση της κ. Τσούρα έπαιξε ρόλο και η περίοδος της πανδημίας του κορονοϊού. Όπως λέει, ενεργοποίησε τραυματικές καταστάσεις που είχαν ήδη βιώσει παιδιά και έφηβοι.
«Όσοι δουλεύουμε με παιδιά και εφήβους, ξέρουμε ότι η ψυχική τους υγεία δεν ήταν καλή και πριν την περίοδο της πανδημίας. Εκείνη η δύσκολη περίοδος, όμως, ενεργοποίησε σε δεύτερο βαθμό τραυματικές καταστάσεις, που είχαν ήδη βιώσει παιδιά και έφηβοι και οι οποίες εκφράζονται με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι και η βιαιότητα», αναφέρει η ψυχίατρος παιδιών και εφήβων.
«Ποτέ τα λεφτά δεν είναι το ζήτημα»
Η ίδια υπογραμμίζει ότι ποτέ τα χρήματα δεν είναι το ζήτημα στο να φτάσει κάποιος έφηβος να μαχαιρώσει ένα συνομίληκό του, ακόμα και με στόχο να διαπράξει ληστεία.
«Ένα παιδί ή ένας έφηβος γίνεται πιο βίαιος, όταν βρίσκεται σε απόγνωση. Για να μαχαιρώσει ο έφηβος έναν άνθρωπο, ποτέ τα λεφτά δεν είναι το ζήτημα, αλλά η τεράστια απόγνωση στην οποία βρίσκεται. Κάθε προβληματική και δυστυχισμένη οικογένεια έχει τη δική της δύσκολη ιστορία. Σε κάποιες περιπτώσεις οι έφηβοι θέλουν να αποδείξουν ότι μπαίνουν στην κοινωνία των μεγάλων και όταν ένα παιδί βιάζεται να μεγαλώσει, είναι δεδομένο ότι έχει λόγους να το κάνει. Μπορεί, για παράδειγμα, να καλείται συνεχώς να λύσει μόνος τους τα προβλήματά του. Ωστόσο, πάντοτε σε έναν έφηβο 16-17 ετών υπάρχει και η ανωριμότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεών του. Επίσης, υπάρχει και η παρορμητικότητα στους εφήβους, η οποία, βέβαια, είναι διαφορετικό όταν εκφράζεται στο να πάρει κάποιος από πίσω ένα κορίτσι που του αρέσει και διαφορετικό όταν ασκεί βία στο κορίτσι», αναφέρει η κ. Τσούρα.
Τέλος, η ίδια ξεκαθαρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρχει ατιμωρησία και ανοχή απέναντι στους θύτες. Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να τιμωρούνται και οι γονείς τους, όταν η παραβατικότητα γίνεται σε μία ηλικία, στην οποία την ευθύνη για το παιδί έχουν οι γονείς.
Πηγή: ethnos.gr